United States or New Caledonia ? Vote for the TOP Country of the Week !


Δόξα σ' ο Θεός, Χριστούλη μου! δοξασμένο τόνομά σου, Παναγίτσα μου! είπ' ο άμοιρος ο Καναβιός ολόχαρος, κ' εσταβροκοπιόταν. Εμείς οι άλλοι αναστενάξαμε βαθιά. Πώς τον εζηλέβαμε τον Καναβιό! — Έλα τόρα, του κάνει ο Κυρ-Λοχίας· έλα τόρα, του λέει, παράτα τα σταβροκοπήμια· τα τσάβαλά σου, άραχνε, και δρόμο! Ο Καναβιός πασίχαρος, δεν εκαρτέραε άλλο.

Και ο Έφις σχημάτισε ξαφνικά την εντύπωση ότι οι δύστυχες κυράδες του είχαν βρει επιτέλους ένα στήριγμα, έναν προστάτη πιο ικανό από εκείνον. Α, δοξασμένο το όνομα του Θεού! Δεν εγκαταλείπει τα πλάσματά του. Τότε ξαναζωντάνεψαν οι παλιές του ελπίδες ξαφνικά: να παντρευόταν ο ντον Πρέντου τη Νοέμι, να ανασταινόταν από τα ερείπια το σπίτι των Πιντόρ.

Ας είναι δοξασμένο το όνομα του Θεούαναστέναξε, κοιτάζοντας τα χέρια του που ήταν μαυρισμένα και έτρεμαν. «Οι κυράδες σου είναι καλά; Δεν τις βλέπουμε πια, ούτε στην εκκλησία.» «Δεν πηγαίνουν ούτε στην εκκλησία, μετά τη συμφορά που τις βρήκε.» «Και ο ντον Τζατσίντο δε θα γυρίσει;» «Δε θα γυρίσει. Βρήκε δουλειά στο Νούορο» «Ναι, το αφεντικό μου τον είδε τώρα τελευταία.

Το Βυζάντιο είχε μια δοξασμένη αρχή κ' ένα δοξασμένο τέλος. Με τέτοιο όνομα, ποιος το ξέρει α δε θα ξαναρχίσουμε καινούρια ζωή. Κι αυτά λέγοντας, θυμήθηκα την ιστορία του Παναγή Καλογιάννη. Αυτή την ιστορία έρχουμαι τώρα να σας δηγηθώ, με τον ορισμό σας. Ο Παναγής Καλογιάννης είταν καλός δουλευτής στον Αγώνα. Του κάκου ζήτησα τόνομά του στην Ιστορία. Πουθενά δεν το διάβασα.

Και θα γυρίσουν νικηφόρες πίσω στα πατρογονικά μας τα Λιμάνια, στον δοξασμένο θρόνο του αναστημένου μας του Βασιλιά. Ωιμέ η πίστις και τα όνειρα! Από τα τόσα τέρατα ναι, μόνον εκείνες ηύραν την αθανασία. Τον ΜπάρμπαΚαληώρα τον υποναύκληρο, συχνά θέλουν να τον πειράζουν οι σύντροφοί του.

Κ' εχάθηκ' έτσι πάσα βοήθεια του κάθε φτωχού. Κ' εχάθηκ' έτσι κάθε παραθάρι... — Χααά! Ψαρή μ', κ' εξεχαστήκαμε... — Έτσι πια, ακούς του λόγου σου. απόμεινε καψόχηρα η Νάκο-Μήτραινα, η Ζαχαρούλα. Ζαχαρούλα τη λέγανε, κ' ήταν ζάχαρη κ' ήταν μέλι η καψούλα. Μα πάντα ο μεγαλοδύναμος, — δοξασμένο τόνομά του — , δεν αφίνει τον κόσμο να χαθή.

— «Τον έχουμε, τον έχουμε πια τώρα στο χέρι τον Κωσταντάκη» τους φώναζε μια μέρα κάπου κοντά στα Ψαρά, τότες που γύριζε ο Κανάρης από τη Χίο. «Αυτός ο Κωσταντάκης θα μας φέρη τον άλλονα». Κ' οι ναύτες τονε σηκώνανε στον ώμο τους από τη χαρά. Αυτή την εποχή κατέβηκαν κι άραζαν στο δοξασμένο νησί τους, ύστερ' από δώδεκα μήνες δουλειά.

Η φωνή μου χτυπώντας στα κρύα στήθη της, χωρίς ν' ακουστή, ξαναγύρισε καθώς πήγε κι' η Ειμαρμένη μου απάντησε·Γιατί,; Γιατί; Γιατί; Κύριε, στην κατοικία μου βροντά ο κεραυνός σου. Δοξασμένο τ' όνομά σου στον αιώνα! Κύριε, πόσο θεία εγνώρισες το μέρος που έπρεπε να χτυπηθώ! Μόνο φωτιά σταλμένη από σένα μπορούσε να βρη το βαθύτερο της αγάπης μου και να το κάμη στάχτη.

Κιαφού μπήκε κέσπρωξε την πόρτα, είπε: — Φέρε και κρασί. Ο αγάς μου παράγγειλε να πιούμε και στην υγειά του. — Καλό μουζντέ μάςε φέρνεις, ευλοημένε; είπε η γυναίκα. Δόξα σοι ο Θεός! — Δοξασμένο νάνε τόνομά του! είπε κιο Σιφογιάννης κέκαμε το σταυρό του. — Ο Θεός αλήθεια έκαμε και τον εβρήκα στα καλά του, είπεν ο παπάς.

« Αυτό το γιαταγάνι μου, » Κι' αυτό το τσακισμένο » Τουφέκι μου· θα μαρτυρούν » Πάντα το θάνατό μου, » Το θάνατό μου το σκληρό, » Και το μαρτύριό μου » Μες 'ς τ' Αλαμανογέφυρο, » Το τόσο δοξασμένο