United States or Eritrea ? Vote for the TOP Country of the Week !


Από την γλυκειά μουσική εβούλωσαν τ' αυτιά μου, από την χρυσή λάμψι των μαλλιών των εθάμπωσαν τα μάτια μου. Κάμνω να μιλήσω, δεν ημπορούσα. Μου πήραν την μιλιά γιατί τους χάλασα τον χορό. Έκαμα τρεις μήνες να μιλήσω. Από τότες μου απόμεινε ένας φόβοςτην καρδιά και κάμνουν άσπρα-άσπρα τα μάτια μου μερικές φορές. 'Σ τον πόλεμο με είδες, καπετάνιε, αλλάτης Νεράιδες να μη με ιδής.

Ο σπόρος που έπεσε μέσα στάγιό του χώμα, — που το βλέπεις κιόλας απλωμένο μπρος στα ψυχικά σου τα μάτια, — είτανε σπόρος γερός. Μα του καιρού εκείνου οι δουλευτάδες δεν ένοιωθαν από ψιλά κοσκινίσματα. Τονε σπείρανε λοιπόν καθώς βρέθηκε απάνω σ' εκείνα τα δοξασμένα βουνά. Απόμεινε μέσα κι ο σπόρος των τούρκικων αγκαθιών.

Του κάκου, σαν απόμεινε ορφανή, ζήτηξε κι αυτή μερτικό. Τι να κάμη, παίρνει τα μάτια της και σέρνει κατά την Κωσταντινούπολη να ζήτηση δικαιοσύνη από την Πουλχερία. Μόλις τη βλέπει η Πουλχερία, και συλλογιέται πως καλλίτερη νύφη δεν μπορούσε να βρεθή για τον αδερφό της.

Βλέπων δε αυτήν κατά πρόσωπον ηρώτησε: — Με γνωρίζεις, γερόντισσα; — Πού να σε γνωρίσω, γυιε μ'; — Είμαι πατριώτης σου, και πάω για την πατρίδα. Μαζί θα πάμε. Η θεια-Αννούσα απόμεινε και τον εκύτταζεν ως αρνίον.

Το πρώτο τόνομα γλήγορα ξεχάστηκε, κι απόμεινε μονάχα σε βιβλία και σ' έγγραφα. Το δεύτερο έμεινε και θα μείνη, εξόν αν άλλες φυλές και γλώσσες μας το ιεροσυλήσουν κι αυτό, και κάμουν ό,τι μια Τουρκιά δε δυνήθηκε. ΤΕΤΑΡΤΟ ΚΕΦΑΛΑΙΟ Αρχίζει και βράζει το λεβέτι της Ρωμιοσύνης Άλλο δεν είχε τώρα στο νου του ο Κωσταντίνος παρά να κανονίση το Κράτος.

Στη φτώχια, στη δυστυχία, στην ορφάνια, στην κατεργαριά. Ναι, στην κατεργαριά. Τα περισσότερα οι κατεργαρέοι του τα φάγανε. Σαν απόμεινε στην ψάθα χριστιανός δε γύρισε να τονέ δη. Ο Άγιος Γιάννης έγινε ο κουτο- Γιάννης με τόνομα. Σαν είχε δάνειζε στη φτωχολογιά, δανεικά κι' αγύριστα, δίχως αμανάτι, δίχως χαρτί, μ' ένα λόγο ξερό, «ο λόγος στον άνθρωποέλεγε.

Τίμια και τιμημένη, που ήταν μες το χωριό η πανώρια η Αριστούλα, ήταν των κοριτσιών η ζήλια, για την προκοπή της και την ασύγκριτή της ομορφιά. Καμάρι ήταν τω λεβέντηδων ατίμητο, για τη μεγάλη της σεμνότη και τη φρονιμάδα της. Από μικρή και από άφαντη παιδούλα, πατέρα δεν εγνώρισε η άμοιρη. Απόμεινε ορφανή, εκείνη κι απομόναχη, με τη μανούλα της την ακριβή.

Μα τέλος να βαριούνται σαν άρχισαν οι Δαναοί, τότες του λέει ο Αίας «Γιε του Λαέρτη θεϊκέ, πολύτεχνε Δυσσέα, ή σήκωσέ με ή εσένα εγώ· και πια ο θεός τι θάβγειΈτσι είπε και τον σήκωσε. Μα αφτός τις πονηριές του 725 δεν ξέχασε, μον του πατάει κλώτσο πιδέξο πίσω και σου τον φέρνει ανάσκελα, κι' αντάμα απάς στα στήθια του πέφτει. Σάστισε ο λαός κι' απόμεινε σαν τόδε.

Ακόμη και η γυναίκα φοβήθηκε από την ερημιά και τον ξαφνικό θάνατο. Έβαλε τα κουτιά επάνω στο κεφάλι της και είπε: «Πρέπει να φύγω. Θα ειδοποιήσω το γιατρό στο ΝούοροΚι έτσι ο Έφις απόμεινε μόνος, ανάμεσα στον ετοιμοθάνατο και στον τυφλό. «Ο σύντροφός μου υπόφερε από καρδιά», έλεγε ο ζητιάνος. «Τις τελευταίες ημέρες ήταν άρρωστος, αλλά κανείς δεν το πίστευε.

Κοκκίνισε και ντρεπόταν που κοκκίνιζε, αλλά αμέσως πήρε θάρρος και ρώτησε. «Μπορώ να πω κάτι; Εάν είναι λάθος, σαν να μην το είπα.» «Μίλησε.» «Το παιδί δεν μου φαίνεται κακό. Ανατράφηκε άσχημα μέχρι τώρα. Έχασε τους γονείς του τη χειρότερη στιγμή γι’ αυτόν και απόμεινε σαν ένα ολομόναχο παιδί μέσα στους πέντε δρόμους και έτσι χάθηκε. Πρέπει να τον ξαναφέρουμε στο σωστό δρόμο.