United States or Brunei ? Vote for the TOP Country of the Week !


Η Ανθούλα ήτο άφοβο κορίτσι, δεν εφοβείτο να την κεντρίση, αλλ' επί τέλους την ενοχλούσε. — Τι θέλει αυτή η μέλισσα; ερωτά την Νεράιδα. — Δεν εννοείς την γλώσσαν της, της απαντά εκείνη· σου λέγει ότι η διδασκάλισσά σου σε προσμένει και εξεκρέμασε την καινούργια σάκκα της Ανθούλας από την φουντωτήν κερασιά, όπου την είχε κρύψει.

Αλλ' η διδασκάλισσα του χωρίου, φλύαρος γεροντοκόρη, το είπεν εις τα μικρά κοριτσάκια αργολογούσα την επαύριον, και το δυστύχημα εφανερώθη μίαν εβδομάδα προ του αγίου Νικολάου.

Η Ανθούλα ετήρησε την υπόσχεσίν της· έγινε τόσον επιμελής, ώστε η διδασκάλισσα της εθαύμαζε διά την μεταβολήν και την έφερεν εις τας άλλας μαθητρίας ως παράδειγμα του τι ειμπορεί να κατορθώση μία κόρη, εάν πραγματικώς το θελήση! Περίεργον!

Κάμε αυτό που σου λέω, διέταξεν εν ανυπομονησία η δασκάλισσα· δεν είνε τίποτε,...πριν έλθη κ' η άλλη, και τα ιδή· και τότε το μικρό γίνεται μεγάλο. Έτι λαλούσης αυτής εισήλθεν η Ευθαλία, η δευτέρα διδασκάλισσα, συνοδευομένη και από την μητέρα της.

Πας, πουλάκι μ', ν' πης τ' παπά σ', να πάρη το πετραχήλι του, νάρθη εδώ;... Να πάρη, πες, και το ευχολόγιο μαζύ του... ξορκισμούς πρέπει να διαβάση. Η μικρή δεν επερίμενε να επικυρώση την διαταγήν η διδασκάλισσα. Πάραυτα έτρεξε προς την θύραν. Η Ευανθία, ως ναρκωμένη, δεν είπε τίποτε. Μόνον όταν η παιδίσκη εξήλθεν, εστράφη προς την γερόντισσαν και της είπε·

Της μικράς παιδίσκης εξηλείφθη ο μορφασμός της, το χαμόγελόν της έσβυσε και η μυτίτσα της η πλακαρή εσχηματίσθη εις προεξοχήν. Η νεαρά διδασκάλισσα εγέλασε. Δεν εφαίνετο να πιστεύη τα μάγια. Η Ουρανιώ συνέπλεξε τας χείρας της εν αδημονία. — Μάγια σας κάμανε, κυρία, μάγια!... — Δεν είνε τίποτε, Ουρανία· μάζωξέ τα να τα πετάξης έξω. — Εγώ κυρία, να τα πιάσω, με τα χεράκια μου!;

Κυρίαι, εδώ είνε η θέσις διά τους άνδρας. Να πάτε επάνω, παρακαλώ, να μη γίνη σκάνδαλον. Και εδείκνυε την γυναικωνίτιδα. Ταυτοχρόνως η διδασκάλισσα του χωρίου, νεάνις αγαθή πλην υπερήφανος, ως πάσα διδασκάλισσα χωρίου, εκ του Αρσακείου εξελθούσα, από της γυναικωνίτιδος όπου ήτο, ιδούσα τας ξένας κυρίας και ότι ετοποθετήθησαν κάτω, έσπευσε και αυτή, καταλιπούσα επάνω την μητέρα της.

Η μικρά κόρη δεν ηξεύρω ακριβώς πώς είχε πέσει εις τας χείρας της, και απετέλει μέλος της οικογενείας. Φαίνεται ότι κάποια ξένη Γαλλίς, παιδαγωγός ή διδασκάλισσα, είχεν εμπέσει εις τα δίκτυα κανενός επιχηρευτού και είχε συλλάβει το μαγικόν τούτο χρυσόψαρον της δεξαμενής, διά να πλεύση εις το πέλαγος του αγνώστου, εάν δεν έμελλέ ποτε να πτεροφυσήση εις τον αιθέρα του αχανούς.

Λοιπόν εκείνην την πρωίαν Σαββάτου, περί τας αρχάς Μαΐου, καθώς ηνοίχθη η πόρτα, και εισήλθεν η Ευανθία, η νεαρά διδασκάλισσα, δεν επέρασαν δύο λεπτά, και η μικρή ακόλουθός της, το Ουρανιώ, αφήκε βαθείαν κραυγήν εκπλήξεως·Κυρία! Κυρία! — Τι είνε; — Ιδέτ' εδώ!... έλα να ιδής. Η νεάνις έκαμε τρία βήματα προς το μέρος όπου την εκάλει η παιδίσκη.

Το ενδιαφέρον της έγινεν ακόμη ζωηρότερον, όταν είδεν ότι με ολίγην προσοχήν ημπορούσε να διαβάζη εις όλα τα βιβλία, εις όσα την εδοκίμασεν η διδασκάλισσά της, και πόσον εχάρη, όταν εβεβαιώθη ότι το κάθε τι, το όποιον εδιάβαζε είχε και ένα νόημα. Έως τότε μόνον με τα χείλη εμάνθανε το μάθημά της.