United States or Åland ? Vote for the TOP Country of the Week !


Πνεύματος επερίμενε να ίδη εξερχόμενον το όνειδος και την καταισχύνην της, μόλις δε διά πολλών ικεσιών συγκατένευσε να εμφανισθή εις τους υπηκόους της, ίνα κατευνάση την τρικυμίαν.

Εκτός της οργής ησθάνετο και απογοήτευσιν. Επερίμενε να του αποκαλύψουν τρομακτικά μυστήρια· ήλπιζε τουλάχιστον να ακούση έντεχνον ρητορικήν· πλην δεν ήκουεν ειμή λόγους απλούς, και ηπόρει διά την ευλαβή προσοχήν, με την οποίαν το πλήθος τον ήκουεν.

Και η αγωνία της ήτο μεγάλη, Ο δε Μανώλης, εξακολουθών να μη εννοή ότι η χήρα επερίμενε να εννοηθή χωρίς να το εκστομίση, είπεν: — Η φρονιμώτερη του κόσμου είνε το Μαρούλι κ' εγώ θα τήνε πάρω θέλει και δε θέλει. Η χήρα ανεστέναζεν. Έπασχε φοβερά. Και η αγωνιώδης πάλη, η οποία εγίνετο εις την καρδίαν της, διεσάλευε το λογικόν της.

Αλλά του Ξακουστή που εγύριζε τη ρόδα δεν του άρεσε καθόλου η προσβολή κ' ερρίχθηκε στην πρύμη, έτοιμος να πηδήση στην Αιγινήτικη, να δείξη αυτός πώς αναμπαίζουν τους Υδραίους. Ο αναμπαίχτης έτοιμος κ' εκείνος εστάθηκε ολόρθος και τον επερίμενε, να τον σφινώση στα δυνατά μπράτσα του και να τον ρίξη στη θάλασσα. — Ε μωρέ! φωνάζει στην ώρα ο Πίπιζας· τσιμπάει ο βουτηχτής· στη θέσι σου!

Είχε την περιέργειαν να υπάγη προς την καλύβην, αλλά δεν ετόλμα να παρακούση την διαταγήν. Επερίμενε λοιπόν, βλέπων την κυανήν θάλασσαν ρυτιδουμένην υπό του ανέμου, όστις εγειρόμενος ήρχιζε να δροσίζη την ατμοσφαίραν.

Δεν επερίμενεν ο Φίλιππος να λάβη χάριν παρά του Ανδρέου διά ν' ανταποδώση αυτήν· αλλ' ούτε ο Ανδρέας επερίμενέ ποτε την ανταπόδοσιν της χάριτός του, διά να προβή εις άλλην νέαν χάριν. Τοιούτους λεπτούς υπολογισμούς δεν γνωρίζει η αληθής φιλία.

Ενώ ο Μπαρμπαρέζος εγκαθιδρύετο εις τον καναπέν, ο Σμυρνιός παρουσίαζε δύο καφέδες προς τον Σαϊτονικολήν και τον υιόν του. Δεν συνέβη όμως ό,τι επερίμενε, δηλαδή να πίη διά μιας ο Μανώλης τον καφέ και να μείνη «ολοχάσκωτος», διότι το αυτό προβλέπων και ο Σαϊτονικολής του εψιθύρισεν εγκαίρως: — Ρουφιά και ρουφιά να τόνε πιής γιατί καίει. Ακούς;

Πόσες βολές θέλεις να σου το πω πως δεν τήνε θέλω την Πηγή και χρουσή να μου τήνε κάμουνε; Εγώ τη Ζερβουδοπούλα θέλω και τη Ζερβουδοπούλα θα πάρω. Ο Σαϊτονικολής έμεινε κατάπληκτος, διότι δεν επερίμενε τόσην αυθάδειαν. — Για ξαναπέ το, μωρέ, ξαναπέτο αυτονά πούπες! είπεν ημιανεγερθείς και τρέμων εξ οργής συγκρατουμένης. — Το λέω και το ξαναλέω. Εγώ τη Ζερβουδοπούλα ...

Εξημέρονε μόλις ότε εφθάσαμεν εις τα υψώματα τα περικλείοντα τον λιμενίσκον, όπου η σωτηρία μας επερίμενε. Λευκή σειρά αμυδρού φωτός, χαράττουσα τον ορίζοντα, προεμήνυε την ανατολήν.

Η Ευνίκη ωχρίασε και προσηλώσασα προς τον Βινίκιον περιδεείς οφθαλμούς επερίμενε την απόφασίν του. Εκείνος θλίβων τους κροτάφους με τας χείρας του, ήρχισε να ομιλή πολύ ταχέως ως άνθρωπος, τον οποίον βασανίζουν. — Όχι! όχι . . . Δεν την θέλω· δεν θέλω καμμίαν. Σε ευχαριστώ, αλλά δεν θέλω! θα υπάγω να ζητήσω την άλλην ανά την πόλιν. Ειπέ να μου δώσουν ένα μανδύαν γαλατικόν με κουκούλαν.