United States or Falkland Islands ? Vote for the TOP Country of the Week !


Αυτό. — Ο πατέρας μου τώρα μου είπε πως «πήγα από κάτ' απ' τα παραθύρια καποιανής», και δεν ξέρω πώς, μου ήρθε στο νου αυτό το παραθυράκι, που μου είπες την πρώτη βραδειά που ενταμωθήκαμε. Μπορεί, λες, να το πηδήση ένας άνδρας; — Μπορεί. Ο Αγάλλος έδωκεν έν νόμισμα εις την γραίαν. Εκείνη επήγε ν' αγοράση τρόφιμα από το πλησιέστερον καπηλείον.

Εν τούτοις ο κύριος, τον οποίον με τόσην δυσκολίαν κατώρθωσαν να εμποδίσουν προηγουμένως να πηδήση επί της τραπέζης, ευρέθη επ' αυτής εν μέσω φιαλών και ποτηριών. Μόλις δε ετοποθετήθη ασφαλώς επ' αυτής ήρχισε να δημηγορή. Η δημηγορία του αύτη θα ήτο πιθανόν πολύ ωραία εάν ήτο δυνατόν να ακουσθή.

Καλά, να με συμπαθάς, Μανιά, είπεν εν συναισθήσει ο Αγάλλος. Είτα μετά μίαν στιγμήν, ευθύμως την ηρώτησε: — Είσαι γειτόνισσα εδώ κοντά; — Είμαι, παιδάκι μ'. Το σπιτάκι εκείνο, που βλέπεις δίπλα, είνε το δικό μου. Παραθύρι με παραθύρι σμίζουμε. Άνδρας μπορεί να πηδήση το χάσμα ανάμεσα στα δυο παράθυρα. Βεβαίως τυχαίως τα έλεγεν αυτά η Μανιά.

Η νιόνυφη δε μπορούσε να πηδήση, κι αυτή από την καβάλα της να μου δώση βοηθητικό χέρι, κ' έστεκε εκεί ορθή κ' εφώναζε. Ως και τα μουλάρια τα καϋμένα σταμάτησαν μοναχά τους κ' είχαν κι αυτά γυρμένα κι ολάνοιχτα τα μάτια τους κατά εμάς. Εκείνο που καβαλίκευε η κόρη, γυμνό και ξαφνιασμένο, τρεμούλιαζε ολόρθο, τρομαγμένο από το ξαφνικό και βαρύ πέσιμο της κυράς του.

Καθώς του ήλθεν η ιδέα να φύγη κ' έτρεξε ν' ανοίξη την κλαβανήν, επειδή ενόησε πλέον ότι οι χωροφύλακες ανέβαινον εις το πάτωμα, μη έχων καιρόν να επανέλθη προς το μέρος της θύρας, διά να κύψη και αναλάβη την μάχαιραν, έτοιμος να πηδήση κάτω, εφώναξε προς την αδελφήν του·Το «χαμπέρ», μωρή! . . . Κύτταξε να κρύψης κείνο το «χαμπέρι»!

Το ζώο, που καβαλίκευε, έκαμε να πηδήση ένα κοντρί σα σκαλοπάτι φυτρωμένο μες το δρόμο και με το πήδημά του η κόρη ξέγνοιαστη απάνω του τραντάχτηκε κ' έγυρε κατά τη λαγκαδιά. Κόβεται τότε η ίγγλα του σαμαριού και πέφτει τούτο μαζή με την καβάλα και με την κόρη κάτου στο βάθο. Έμπηξε κ' η νιόνυφη τες φωνές. Ο αγωγιάτης ήταν πολύ πίσω ακόμα.

Δεν ήτο δίκηο να χάσω τον κόπον μου! Ο μπάρμπ’-Αλέξης ο Καλοσκαιρής δεν είχεν ανάγκην του πορθμείου του Χάρωνος διά να πηδήση εις τον άλλον κόσμον είχε το ιδικόν του. Καλά που ευρέθη κι' αυτό το υπόσαθρον πλοιάριον, αυτόχρημα σκυλοπνίχτης, φελούκα παμπάλαιος, διά να θαλασσοπνίγεται και πορίζεται τα προς το ζην ο μπάρμπ’-Αλέξης. Ήτο πτωχός, πάμπτωχος.

Ο Βράγχος καθήμενος επί πέτρας κρατεί υψηλά λαγόν και παίζει δεικνύων αυτόν προς τον σκύλλον του, ο οποίος φαίνεται έτοιμος να πηδήση εις ύψος και ν' αρπάση τον λαγόν. Παρίσταται δε εις την σκηνήν και ο Απόλλων, ο οποίος μειδιά τερπόμενος να βλέπη και το παιγνίδι του παιδιού και τας προσπαθείας του σκύλλου.

Ακόμα εκαφχιώταν πως ημπόραε, με στοίχημα βαρύ, να πάρη μια μέρα, το καταμεσήμερο, νανεβή στο ξάγναντο απάνου στης Δραμαλούς τη βάρδια. Μια και δυο, να πηδήση την ποριά, να μπη στο περιβόλι. Εκεί θα εκαθόταν το στοιχειό, γερμένο από το κυνήγι του, στον παχύν ίσκιο καμιάς συκιάς αποκάτου να δροσιστή.

Αραδαριά θα βρης εκεί τον κάμπο να γιομίζουν Χιλιάδες βασιλόπουλα, χιλιάδες παλληκάρια. Που πολεμούν με μάνιτα, που αμάχονται με δίψα, Όποιος αξιώτερος φανή 'ςτό κάστρο να πηδήση Την κόρη την Πεντάμορφη δική του να την κάμη. Αν έχης λιονταριού καρδιά και σιδερένια στήθεια. Κι' αν θα φανής αξιώτερος και μείνης μοναχός σου.