United States or Marshall Islands ? Vote for the TOP Country of the Week !


Την πρώτην παρηκολούθησεν άλλη, και ταύτην άλλη, και αι βουκιαί διεδέχοντο αλλήλας ως στροφαί ηλεκτρικής δυναμομηχανής, και ο ακένωτος στόμαχος κατεβρόχθιζεν αυτάς πριν ή προφθάση καν να τας ίδη ο κατάπληκτος χορηγός της παραδόξου εκείνης ευωχίας. — Μωρέ στάσου, και θα πνιγής!

Ερρίχτηκα δίπλα στον τάφο! κατάπληκτος, ταραγμένος, στενοχωρημένος, με καταξεσχισμένη καρδιά, αλλά δεν ήξερα τι μου συνέβηκε τι θα μου συμβή. — Θάνατος! τάφος! δεν καταλαβαίνω αυτές τις λέξεις! Ω, συγχώρησέ με! συγχώρησέ με! Χθες θα ήτο η τελευταία στιγμή της ζωής μου! Ω άγγελε!

Λοιπόν θ' αναγκασθούν να πολεμήσουν εν απογνώσει, θα γίνουν ακουσίως ήρωες. Τώρα όμως εγέλασα και εγώ γέλωτα ο οποίος αν δεν ήτο από χάλυβα, εξάπαντος θα ήτο εξ αλουμινίου: — Αλλ' αυτά τα παλληκάρια ξέρουν κι' άλλο μονοπάτι. Αν παραδοθούν; Ο «κόρνελ» ωχρίασε: — Αυτό δεν το υπελογίσαμεν! Είμαι κατάπληκτος.

Οι κόλακες εγελούσαν με αρκετήν διάθεσιν. Η Τριπέττα, ωχρά ωσάν μια αποθαμένη, επροχώρησε προς την έδραν του βασιλέως, και γονατισμένη στα πόδια του τον παρεκάλεσε να λυπηθή τον φίλον της. Ο τύραννος την παρετήρησε καλά επί τινας στιγμάς, προφανώς κατάπληκτος από μίαν τέτοιαν τόλμην. Εφαίνετο ότι δεν ήξευρε τι να είπη, ούτε τι να κάμη ούτε πώς να εύρη μίαν έκφρασιν ισοδύναμον με την οργήν του.

Όταν είχεν απομακρυνθή πεντήκοντα βήματα εσταμάτησε λέγων: Αλλά διατί δεν με εφόνευσαν άρα γε; Ούτε ο Βινίκιος ηδύνατο να κατανοήση το συμβάν, δεν ήτο ολιγώτερον κατάπληκτος από τον Χίλωνα.

Ήτο η «Μπέλλα» και δεν παρήλθεν ώρα, οπού ο Καραγιάννης εισήλθεν εις το δωμάτιον του ασθενούς. Δεν εγνώριζε περί της ασθενείας του και έμεινε κατάπληκτος! είχεν ενώπιόν του έν πτώμα . . . Το πρόσωπον του θνήσκοντος εφωτίσθη. Ητένισε τον γαμβρόν του και διά του βλέμματος του ένευσε να πλησιάση. Εκείνος επλησίασε και έκυψεν επ' αυτού. Εκ του στόματος του θνήσκοντος εξήλθε ψιθυρισμός . . .

Του έτεινα την χείρα με σοβαρότατα, εκείνος δε: — Κύτταξε δα, μα κύτταξε λίγο από πάνω και τριγύρω, με λέγει με τον γέλωτα εκείνον τον εσωτερικόν, όστις, εις την θέσιν που ευρισκόμην, μου εφαίνετο απαίσιος . . . Παρετήρησα παντού και τι νομίζετε να είδα; Υπέρ την ασκεπή κεφαλήν του φίλου μου ήσαν κρεμασμένα δύο μεγάλα κέρατα, δεξιά δε και αριστερά των παραστάδων ήσαν προσηλωμένα ανά δύο άλλα, ακριβώς απέναντι των κροτάφων του . . . Έμεινα κατάπληκτος!

Πόσες βολές θέλεις να σου το πω πως δεν τήνε θέλω την Πηγή και χρουσή να μου τήνε κάμουνε; Εγώ τη Ζερβουδοπούλα θέλω και τη Ζερβουδοπούλα θα πάρω. Ο Σαϊτονικολής έμεινε κατάπληκτος, διότι δεν επερίμενε τόσην αυθάδειαν. — Για ξαναπέ το, μωρέ, ξαναπέτο αυτονά πούπες! είπεν ημιανεγερθείς και τρέμων εξ οργής συγκρατουμένης. — Το λέω και το ξαναλέω. Εγώ τη Ζερβουδοπούλα ...

Ο δε Στρατής παρετήρει άναυδος τον Μανώλην και εφαίνετο ότι μετά δυσκολίας συνεκράτει μίαν φράσιν: — Εκουζουλάθηκες. μωρέ; — Μα είντα διαόλου δέσιμο θα μου κάμη δεν καταλαβαίνω, επέμεινεν ο Μανώλης. Καταλαβαίνεις απατός σου, Στρατιό; Αλλ' ο Στρατής ανεπήδησεν. — Είντα λόγια 'ν' αυτά που λες! ανεφώνησε. Σα δε κατές να μιλής να μη μιλής! — Είντά 'πα! είπεν ο Μανώλης κατάπληκτος.

Ο Πετρώνιος ήκουε κατάπληκτος μίαν δούλην, ήτις ετόλμα να αντιτείνη εις διαταγήν, και έλεγε: «Δεν δύναμαι· δεν θέλω». Ήτο πράγμα τόσον ανήκουστον εν Ρώμη, ώστε κατ' αρχάς ενόμισεν ότι παρήκουσε. Τέλος συνέσπασε τας οφρύς.