United States or Fiji ? Vote for the TOP Country of the Week !


Ο καμπούρης έρριψε την δάδα και εσκαρφάλωσε με επιτηδειότητα ως την οροφήν διά της οπής, διά της οποίας εξηφανίσθη. Θα νομίση τις ότι η Τριπέττα, τοποθετημένη εις την στέγην της αιθούσης, υπήρξεν η συνένοχος του φίλου της εις την τρομεράν εκδίκησίν του, και ότι έφυγαν ομού εις την χώραν των, διότι κανείς δεν επανείδε ποτέ ούτε τον ένα ούτε την άλλην . Η κατήγορος καρδία

Προ τινος καιρού είχε μάθη ότι η σύζυγος του, εγκαταλειφθείσα υπό του απίστου φίλου, έζη άγνωστον πώς και πού . . . η είδησις δε αυτή, ήτις ηδύνατο να είνε και αδέσποτος επέτεινε την πικρίαν του. Την νύκτα εκείνην, την παραμονήν του Πάσχα, είνε μελαγχολικώτερος του συνήθους. Ζητεί ν' αποδιώξη τας μαύρας του σκέψεις και δεν το κατορθώνει. Πώς ήθελε να ελησμόνει . . .

Φαίδρος Έρχομαι, Σωκράτη, από του Λυσίου , του υιού του Κεφάλου· πηγαίνω δε να περιπατήσω έξω του τείχους της πόλεως· διότι πολλάς ώρας επέρασα εκεί καθήμενος από το πρωί· ακολουθών δε το παράγγελμα του Ακουμενού , του κοινού μας φίλου, κάμνω τους περιπάτους μου εις τας οδούς· διότι διισχυρίζεται ότι είναι πλέον ξεκουραστικοί οι περίπατοι εις τας οδούς παρά εις τους τόπους όπου τρέχουν οι νέοι .

Συγχρόνως δε βλέπομεν τον Ανδρέαν πίπτοντα με την ταχύτητα της αστραπής εκ του δένδρου, και τρέχοντα μεταξύ του φίλου του και του σκύλου. Εκεί δε σταθείς, ατενίζει θαρραλέως τον σκύλον, και σκύπτει διά να λάβη λίθον κατ' αυτού· αλλ' ο σκύλος, άμα ιδών τον νέον τούτον εχθρόν οπλιζόμενον, στρέφει τα νώτα, και κατησχυμένος επανέρχεται εις την μάνδραν του.

Τότε ο ξανθός Μενέλαος απάντησεν εκείνου• «Ω Θε μου, αλήθεια σπίτι μου υιός ανθρώπου φίλου ήλθε, 'που τόσο εβάσταξε για με πολλούς αγώναις! 170 κ' είπα ότι θα τον φίλευα έξοχ' από τους άλλους Αργείους, αν ο Βροντητής να γύρουμε είχε δώσει και οι δυο, το πέλαο σχίζοντας με τα γοργά καράβια. και πόλιν θα του έκαμνα και σπίτι μέσα 'ς τ' Άργος, απ' την Ιθάκη παίρνοντας αυτόν και υπάρχοντά του, 175 με τον υιό και τον λαόν όλο, κ' ήθελα πόλιν ξεκάμει απ' όσαις γύρωθε μού είναι υποταγμέναις• και όντας εδώ θα εσμίγαμε συχνά, και τίποτ' άλλο εις την φιλιά και εις ταις χαραίς δεν θα μας ξεχωρούσε, ειμή το μαύρο σύγνεφο της ώρας του θανάτου. 180 αλλ' ήταν δα μελλάμενο θεός να τα φθονέση, 'που εκείνου μόνου τ' άμοιρου τον γυρισμόν επήρε».

Να σας στείλω τον Κ. Λιάκον. Ο γέρων συνωφρυώθη. — Α! ο Κ. Λιάκος γνωρίζει την υπόθεσιν; Ο δυστυχής καθηγητής ενόησεν ότι έσφαλεν αναμίξας το όνομα του φίλου του εις την διαπραγμάτευσιν. Ητοιμάζετο να είπη τι, και αυτός όμως δεν εγνώριζε τι, αλλ' ο Κ. Μητροφάνης προλαβών τον απήλλαξε της δυσκολίας. — Καλά, είπε. Στείλατέ μου τον Κ. Λιάκον. Και χαιρετήσας εξηκολούθησε τον δρόμον του.

Νεανία, υπέλαβεν ο Έλλην με αξιοπρέπειαν και υπερηφάνειαν, προσπαθών να δώση εις το πρόσωπόν του έκφρασιν γαλήνης, η οποία δεν υπήρχεν εις την ψυχήν του, νεανία, σε χαιρετώ, αλλά μη με κρατής, επειδή σπεύδω να φθάσω το ταχύτερον εις του φίλου μου του ευγενούς Τιγγελίνου, όστις με περιμένει.

Στεκόμαστε στο διάδρομο, οι δυο γιατροί άφωνοι και σοβαροί, η γυναίκα μου με τα μάτια καρφωμένα στο πρόσωπό τους, σα να νόμιζε πως δεν είχανε προφέρει ακόμα την τελευταία λέξη. Τους κοίταζα όλους, κ' ενώ αγκάλιασα τη μέση της γυναίκας μου και θέλησα να τη σύρω κοντά μου, παρατήρησα πως η συμπονετική όψη του φίλου μας, του γιατρού του σπιτιού μας, έτρεμε σπασμωδικά.

Έκτοτε ο Πελοπίδας δεν έπαυσεν αγωνιζόμενος και διακινδυνεύων μετά του επιστηθίου φίλου του Επαμεινώνδου υπέρ της δόξης και της ευδαιμονίας της φιλτάτης πατρίδος του.

Του έτεινα την χείρα με σοβαρότατα, εκείνος δε: — Κύτταξε δα, μα κύτταξε λίγο από πάνω και τριγύρω, με λέγει με τον γέλωτα εκείνον τον εσωτερικόν, όστις, εις την θέσιν που ευρισκόμην, μου εφαίνετο απαίσιος . . . Παρετήρησα παντού και τι νομίζετε να είδα; Υπέρ την ασκεπή κεφαλήν του φίλου μου ήσαν κρεμασμένα δύο μεγάλα κέρατα, δεξιά δε και αριστερά των παραστάδων ήσαν προσηλωμένα ανά δύο άλλα, ακριβώς απέναντι των κροτάφων του . . . Έμεινα κατάπληκτος!