United States or Portugal ? Vote for the TOP Country of the Week !


ΡΩΣ Να κι' ο Μακδώφ! — Αι, φίλε μου, ο κόσμος πώς τα 'πάγει; ΜΑΚΔΩΦ Και δεν τον βλέπεις; ΡΩΣ Τους φονείς τους ηύραν τίνες είναι; ΜΑΚΔΩΦ Εκείνοι που εφόνευσεν ο Μάκβεθ! ΡΩΣ Ω Θεέ μου! Και τι καλόν επρόσμεναν; ΜΑΚΔΩΦ Άλλοι τους είχαν βάλλει. — Του βασιλέως τα παιδιά, ο Δοναλβαίν κι' ο Μάλκολμ, κρυφά κ' οι δύο έφυγαν, ώστ' είναι υποψία ότ' είν' εκείνοι ένοχοι. ΡΩΣ Και τούτο παρά φύσιν!

Οι ιερείς εκείνου του ναού φοβισμένοι από μίαν τέτοιαν μεταμόρφωσιν έφυγαν κακώς έχοντες, οι γυναίκες που εχόρευαν, εκατατσακίζονταν ποία να πρωτοφύγη· η βασίλισσα γροικώντας τούτο, η χαρά της εστράφη εις φόβον, έτρεξεν εις το παλάτι της όλη έντρομος· και εις μίαν στιγμήν ο ναός έμεινεν έρημος, και δεν έμειναν άλλοι, παρά οι δύο εξωτικοί οι οποίοι βλέποντες που εξανάλαβαν την πρώτην τους μορφήν, ήσαν πολλά εκστατικοί εις την χαράν τους, και εστοχάζοντο ότι αυτό θα εσυνέβη δια κάποια τινά κορίτσια τα οποία βλέποντας αυτούς τόσον γέροντας, θα έκλιναν προς αυτούς και θα τους ηγάπησαν και εις το αναμεταξύ που αυτοί ούτως εστοχάζοντο, είδαν αιφνιδίως να φανερωθή εις τον ναόν ο Μπρακμάνος, ο οποίος ήτο συντροφευμένος με μίαν ωραίαν κόρην, που ο Δαλήκ την ανεγνώρισε πως ήτον η Φατμέ, και ο Αδήλ την εστοχάσθη πως αυτή ήτον εκείνη, που είδεν εις τον ύπνον του, και βλέποντάς την εφώναξε.

Μερικοί χωρικοί φύγανε στην ξενιτιά και ξαναγύρισαν πίσω, άλλος με δίχως χρήματα, άλλος με λιγοστά. Αλλά γνωστικοί άνθρωποι, και κείνοι που έφυγαν κι όσοι μείνανε στο χωριό.

Αλλά συ έπρεπε να καλέσης εναντίον του τους άλλους Κύκλωπας. ΚΥΚΛ. Τους εκάλεσα, πατέρα, και ήλθαν. Αλλ' όταν με ηρώτησαν ποίος μ' εκακοποίησε και εγώ απήντησα Κανείς, ενόμισαν ότι ετρελλάθηκα και μ' αφήκαν κ' έφυγαν. Κατ' αυτόν τον τρόπον μ' εγέλασε ο αναθεματισμένος εκείνος με το όνομά του.

Τρία πράγματα δεν έφυγαν απ' το νου μου σ' όλον τον καιρό της κακής μου ξενιτειάς: το χωριό μου, οι σπιτιακοί μου, κι' η πίστη μου. Δεν το γνώρισα ολότελα το καημένο μου το χωριό, που μου γελούσε πάντα στον ύπνο μου και στα ονείρατά μου.

Αυτά 'πε, και γλυκύτερα τα δάκρυα του αναβρύζαν, ενώ 'χε την αγαπητή και φρόνιμη συμβία, μ' όση χαρά την γη θωρούν αυτοί 'που κολυμβούσι, αφούτου ανέμου την ορμή και των χοντρών κυμάτων τους σύντριψε το δυνατό καράβι ο Ποσειδώνας, 235 και απ' την αφράτη θάλασσατην άκρη κολυμβώντας βγαίνουν ολίγοι, και πυκνή κολλάτα σώματ' άρμη, και όλοι χαρά την γη πατούν, ως έφυγαν το χάρο· με τόσην έβλεπε χαρά τον άνδρα της εκείνη, καιτον λαιμόν του κρέμονταν με τα λευκά της χέρια. 240 κ' η ροδοδάκτυλη Ηώ θαύρισκε αυτούς να κλαίουν, αν άλλο δεν σοφίζονταν η γλαυκομμάτ' Αθήνη.

Έπαρε τον πόνο που με φλογίζει και κάμε τον προσευκή στο κελλί σου, και πες του Μεγαλοδύναμου πως είνε άδικο τόσο βάσανο, πως δεν κλαίγω για τάγιο του θέλημα, κλαίγω που έφυγαν και μάφησαν τα παιδιά μου δίχως παρηγοριά, δίχως την Αρετούλα μου. Παρακάλεσε να την ακούσω τη γλυκειά της τη φωνή, να τα δω τα γλυκά της μάτια, κι ας βγη και μένα η ψυχή μου κατόπι.

Φέξετ' εδώ! Πού είσθε; Β’ ΔΟΛΟΦΟΝΟΣ Εκείνος είναι βέβαια! Οι άλλοι ήλθαν όλοι! Α’ ΔΟΛΟΦΟΝΟΣ Τα άλογα του έφυγαν! Γ’ ΔΟΛΟΦΟΝΟΣ Συνήθειά του είναι. Πεζός πηγαίνει απ' εδώτου παλατιού την θύραν. Β’ ΔΟΛΟΦΟΝΟΣ Έρχονται φώτα! Γ’ ΔΟΛΟΦΟΝΟΣ Είν' αυτός! Α’ ΔΟΛΟΦΟΝΟΣ Επάνω του κ' οι τρεις μας! ΒΑΓΚΟΣ Ωσάν να φαίνετ' ο καιρός προς την βροχήν. Α’ ΔΟΛΟΦΟΝΟΣ Ας βρέξη! ΒΑΓΚΟΣ Ω! προδοσία! Φύγε, Φληνς!

Ο άντρας της πάντα αμίλητος, πήρε από τα χέρια του φαρμακοποιού το μπουκάλι με το γιατρικό του παιδιού του, κ’ η μάννα με το παιδί εμπρός, κι αποπίσω αυτός τράβηξαν προς την πόρτα κι έφυγαν. Η κουβέντα άναψε στα γερά μέσα, φωνές και γέλοια αντηχούσαν.

Ξύπνησε όμως πάλε ο Βιτίγης, και με μεγάλο στρατό πηγαίνει να πολιορκήση τη Ρώμη. Ένα χρόνο βάσταξε η πολιορκία, μα τέλος αναγκάστηκαν κ' έφυγαν οι Γότθοι ύστερ' από μεγάλες θυσίες. Κατόπι από τέσσερα χρόνια έπεσε κ' η Ραβέννα. Ζήτησαν τώρα οι πονηροί οι Γότθοι να κάμουν το Βελισάριο βασιλέα τους.