United States or Isle of Man ? Vote for the TOP Country of the Week !


Στα άλλα όλα αναισθητώ, σ' εσένα βυθισμένος, Στον κόσμο μέσα βρίσκομαι, κι' από τον κόσμο ξένος. Στην ξενιτιά παντάξενος, στην ερημιά μου μόνος, Παντοτινή μου συντροφιά του χωρισμού σου ο πόνος. Πολλαίς φοραίς ηθέλησα ορμή του πόθου τόση, Να τη ζυγιάση σταθερή και μετρημένη γνώσι. Μη το πολύ της πιθυμιάς αξαίνοντας κορφόση, Και στην υγιά και στη ζωή περίσια με ζημιόση.

Χριστέ μου, προσκυνώ σε, του ξένου μας στη ξενιτιά αρρώστια μη του δίνης. Η αρρώστια θέλει στρώματα, θέλει μεγάλη πάστρα, θέλει μαννούλα στο πλευρό, γυναίκα στο κεφάλι, θέλει αδερφές ολόγυρα να τον καλοτηράνε... Στην Κυρίαν Ψυχάρη. Τρεις ώρες θα περνούσαμε την άσωτη εκείνη κλεισούρα, προτού ν' ανεβούμε ψηλά προς το Βελούχι, όλοι οι στρατοκόποι.

Μα να φεύγουν οι φτωχοί ζευγολάτες από το χωριό τους για να παν στις πολιτείες και στην ξενιτιά, είτε για να πλουταίνουν είτε για να σπουδάσουν και να γίνουν μεγάλοι άνθρωποι, ― αυτό ποτέ δε βγαίνει σε καλό τους. Κανείς απ' αυτούς δεν έγινε ποτέ ούτε πλούσιος, ούτε βγήκε μεγάλος. Οι εξαίρεσες είναι τόσο σπάνιες, που μήτε λογαριάζονται.

Κι' αφού δεν μπορώ να το στείλω στο παιδί μου, φα το καν του λόγου σου που είσαι ξένος. Ίσως τωύρη κ' εκείνο από κανέναν άλλονε. Ο άνθρωπος έχασε την υπομονή του. — Ντζάνουν καλά, χριστιανή για! μα σαν έχης παιδί στην ξενιτιά, τι σε φταίγω εγώ να βάλω, έτσι θεονήστικος, όλην αυτή την χολέρα μέσ' στο στομάχι μου!

Ημέρα μήνας μώρχεται, κι' η εβδομάδα χρόνος· Κι' όσο απερνάει ο καιρός, τόσο αβγατάει ο πόνος, Επάντεχα την ξενιτιά προς ώρας πανηγείρι, Κι' αυτή ακράτο με κερνάει φαρμάκι στο ποτήρι. Κυττάζω εδώ, κυττάζω εκεί δε βλέπω να γνωρίσω, Το φίλον που παραποθώ να του γλυκομιλήσω. Κι' είμαι σαν έρημο πουλί, σαν έρημο τρυγόνι, Οπού κοιμάται στο κλαρί, και τη φωλιά δε στρόνει.

Μερικοί χωρικοί φύγανε στην ξενιτιά και ξαναγύρισαν πίσω, άλλος με δίχως χρήματα, άλλος με λιγοστά. Αλλά γνωστικοί άνθρωποι, και κείνοι που έφυγαν κι όσοι μείνανε στο χωριό.

Έπειτα, καθώς είπαμε, τα ελληνικά τα χώματα μ π ο ρ ο ύ ν να μας θρέψουν, είναι λογής λογής, και τα περισσότερα πλουτοφόρα. Αντί να πηγαίνουμε στην Αμερική και στην Αφρική, μπορούμε, όσοι δεν είμαστε ευχαριστημένοι με τη δουλειά στον τόπο μας, να πηγαίνουμε σ' άλλους ελληνικούς τόπους κι όχι στη ξενιτιά. Όλη η ελληνική γη θέλει δούλεμα γερό.

Στο χέρι του είναι· ποιος θα τον εμποδίσει; Ας πάγει κι αυτός στην ξενιτιά να γίνει πλούσιος. Και φεύγει. Και νοιώθει πως ο τόπος που άφησε, με τα χωριά και τις πολιτείες του, ήταν πατρίδα, η πατρίδα του, ― η μ ε γ ά λ η π α τ ρ ί δ α. Βρίσκονται στον κόσμο και άλλοι τόποι, ξένοι τόποι, που μιλούν οι άνθρωποι άλλες γλώσσες και έχουν άλλα συνήθια.