United States or British Indian Ocean Territory ? Vote for the TOP Country of the Week !


ΜΙΚ. Λοιπόν, πετεινέ, αφού εδοκίμασες όλων σχεδόν των ειδών τις ζωές και εγνώρισες τα πάντα, να μου πης τώρα καθαρά πώς ζουν οι πλούσιοι και έπειτα πώς ζουν οι φτωχοί, διά να ίδω αν λες αλήθεια που θέλεις να με πείσης ότι είμαι πλέον ευτυχής από τους πλουσίους. ΠΕΤ. Θα σου πω και θα συμφωνήσης μαζή μου.

Κατ' αρχάς έκαμα να βάλω το κομπόδεμα στην τσέπη μου, ύστερα είπα· «κι αυτοί φτωχοί σαν εμάς είνε, μην τους έπεσε, κ' είνε κρίμα να το κρατήσω». Τους φωνάζω·Μη σας έπεσε κανένα κομπόδεμα!; Τι λογής ήτον, και πόσα λεπτά είχε μέσα; Εψάχτηκαν. — Όχι, μου είπαν δεν μας έπεσε τίποτε... Τότε είπα κ' εγώ, μπορεί νάπεσε καμμιανής που νάχη τον τρόπο της· κισμέτι ήταν ας το κρατήσω.

Οι φτωχοί κριτικογράφοι υποβιβάζονται, κατά τα φαινόμενα, σε ρεπόρτερ αστυνομίας της λογογραφίας, σε χρονικογράφους των όσα διαπράττουν οι κοινοί εγκληματίαι της Τέχνης. Λένε γι' αυτούς καμμιά φορά πως δεν διαβάζουν πέρα-πέρα τα έργα που τους δίνουν να κριτικάρουν. Και δεν τα διαβάζουν.

Άλλα δέκα χρόνια έκαμε στην Αντιόχεια ο Χρυσόστομος διδάσκοντας καθώς πρώτα, κ' ίσως θάμνησκε εκεί ως το τέλος α δεν αντιλαλούσε και στην Πρωτεύουσα το μεγάλο του όνομα. Άμα λοιπό χήρεψε ο πατριαρχικός θρόνος στα 397 κι άρχισαν τα μαλλώματα ποιος να πρωτοσκαλώση, Βασιλέας και λαός, φτωχοί και πλούσιοι, όλοι μ' ένα στόμα το Χρυσόστομο φώναζαν.

Ήξερα πως είμαστε φτωχοί, πως έπρεπε να δουλεύη άνθρωπος για να ζήση, πως γι' αυτό δούλευε η μάννα μου, και πως σα μεγαλώσω θα δουλεύω κ' εγώ. Δηλαδή τόξερα, καθώς ήξερα πως κάθε βράδυ βασιλεύει ο ήλιος και βουτάει στο πέλαγο. Το &γιατί& τους δεν το απείκαζα· το &γιατί& γλυκοχαράζει κατόπι, κι αυτό όχι πάντα. Στα παιδιακήσια τα χρόνια τα παίρνουμε καθώς φαίνουνται όλα.

Πλούτος είναι η δ ο υ λ ε ι ά . Ποτέ δεν είμαστε φτωχοί, όσο μπορούμε και δουλεύουμε. Και πρέπει πρώτ' απ' όλα να δουλεύουμε στον τόπο μας και να τον καλοδουλεύουμε τον τόπο μας σαν κάτι που το αγαπούμε περισσότερο από κάθε άλλο πράμα.

Ξέφραγο ήταν το χτήμα κι αράδιαζαν οι στρατοκόποι μερόνυχτα. Εκείνος τους έβλεπε και δεν έδινε πεντάρα. — Ας πάρη ο κοσμάκης, έλεγε στη μάννα του που του παραπονιόταν βρίσκει και παίρνει. Γιατί ο Θεός έκαμε τους πλούσιους, παρά για να κυβερνιώνται οι φτωχοί; Μα σαν έβλεπε κανένα ζωντανό της Ελπίδας φρένιαζε από το κακό του.

Γιατί γυρέβω ποίηση και γλώσσα; Μήπως για μένα τις γυρέβω; Την ποίηση και τη γλώσσα τις γυρέβω για τους άλλους, για τους άλλους πονώ και δουλέβω. Έλα, μικρό μου, το λοιπόν, ας αφήσουμε τη δόξα κι ας συλλογιστούμε μόνο την αγάπη. Την αγάπη να βάλουμε τώρα με το νου μας. Ο κόσμος αγάπη διψά. Είναι τόσοι δυστυχισμένοι, είναι τόσοι φτωχοί, είναι τόσες καρδιές πικραμένες. Έλα ναγαπήσουμε τον κόσμο.

Αν παρατηρήσωμεν, πώς εκείνοι, οπού πρωτομίλησαν φτωχήν γλώσσαν, εξαιτίας οπού ήταν φτωχοί από ιδέαις, κι' όσο αυγάτιζαν η ιδέαις τους, τόσο επλούτιζαν την γλώσσαν τους με λέξαις, ή παρμέναις από την ίδιαν, ή δανεικαίς από άλλαις, σχηματισμέναις όμως κατά τον τρόπον οπού είχαν συνειθίση να απεικάζωνται εξ αρχής συνατοί τους, εύκολα είναι να καταλάβωμε πως, αν ακολουθήσουν την ιδίαν μέθοδον στην παράστασιν των καινούγιων τους ιδεών, μπορούν να πλουτίσουν την γλώσσαν τους όσο που να μην έχουν χρείαν να παραπονεθούν για την φτώχια της.

Μα να φεύγουν οι φτωχοί ζευγολάτες από το χωριό τους για να παν στις πολιτείες και στην ξενιτιά, είτε για να πλουταίνουν είτε για να σπουδάσουν και να γίνουν μεγάλοι άνθρωποι, ― αυτό ποτέ δε βγαίνει σε καλό τους. Κανείς απ' αυτούς δεν έγινε ποτέ ούτε πλούσιος, ούτε βγήκε μεγάλος. Οι εξαίρεσες είναι τόσο σπάνιες, που μήτε λογαριάζονται.