United States or Ethiopia ? Vote for the TOP Country of the Week !


Είχεν ακουσθή και πάλιν χολέρα εις την Αίγυπτον, και το υπουργείον των Εσωτερικών συνείθιζε ν' αποστέλλη κατ' εκλογήν τον ιατρόν τούτον εις την διεύθυνσιν του εν Δήλω λοιμοκαθαρτηρίου. Αντ' αυτού η κυβέρνησις είχε στείλει προσωρινώς ως υγειονόμον γηραιόν τινα ιατρόν, τον κ. Μ., όστις δεν είχε φθάσει ακόμη. Εν τω μεταξύ υπήρχεν είς απόφοιτος της ιατρικής, διατρίβων εν τη νήσω.

Αστραπή και πούλβερη, φωτιά και αστροπελέκι να πέση εις το ερμάδι σου, να το κάψη, να το κάμη στάχτη και κορνιαχτό!... Κακή χολέρα να σας κόψη, μαύρη πανούκλα και οστρακιά να σας θερίση! Καθώς έκλεισες την πόρτα σου, έτσι να μένη πάντα κλειστή, κλειστή ναι, και ποτέ να μην ανοίξη. Να ρημάξη το ερμαδιακό σου, να πέση, να βουλιάξη, να καή.

Ερχόταν από τον Σουλινά φορτωμένη σιτάρι για την Πάτρα. Ήταν όμως χολέρα στον Ποταμό και θα επήγαινε πρώτα να κάμη κάθαρσι στις Δήλες. Ο καπετάν Καρέλης μας ερώτησε αν ήθελε κανείς να έβγη στην Πόλη· Μα όλοι μονόγνωμοι εζητήσαμε να μας πάρη στην Ελλάδα. Δεν ξεύρω γιατί όταν κανείς κινδυνέψη, επιθυμάει τόσο την πατρίδα και τους συγγενείς του. Πολλές φορές μου έτυχε να κινδυνέψω στη θάλασσα.

Πόλεμοι, διαζύγια, όχενδραι, λησταί, ποδάγρα, αγχόναι, φόροι, ιερείς, κατακτηταί, χολέρα, ανοησία και άλλα κακά δεν έλειψαν ποτέ, από την επιφάνειαν της γης, ενθυμίζοντα καθ' ημέραν εις τους κατοίκους της ότι η Εύα έφαγε το μήλον.

Ως τόσο, όταν ήταν όλοι τους μαζί, καβαλλαρία, με της περικεφαλαίες τους, εφαίνοντο φοβεροί· χωριστά κι' ολίγοι-ολίγοι, εφαίνοντο κι' αυτοί καλοί άνθρωποι. Περάσαμε καλά. Η χολέρα έφυγε σε λίγο. Κοντά στα Χριστούγεννα, ήρθαμε στο σπίτι μας, στους Αγίους Αποστόλους, τo ηύραμε απείραχτο, κ' εκαθίσαμε με αγάπη και ειρήνη.

Αι σταφυλαί δεν είχον σχηματισθή ακόμη τελείως. — Αύριον θα θειαφίσωμε, κορίτσια, εφώνησεν η θειά-Ζωίτσα από το μέσον της αμπέλου, μόλις διακρινομένης της θέσεως εν η ίστατο η κοντούλα γραία, εκ της ελαφράς κινήσεως των βλαστών. — Να! άρχισεν η χολέρα! εφώνησε πάλιν η γραία επιθεωρούσα έν προς έν τα κλήματα μετά στοργής μητρός θωπευούσης τα νεογνά της. Αλλ' αι δύο θυγατέρες δεν ήκουσαν.

Κι' αφού δεν μπορώ να το στείλω στο παιδί μου, φα το καν του λόγου σου που είσαι ξένος. Ίσως τωύρη κ' εκείνο από κανέναν άλλονε. Ο άνθρωπος έχασε την υπομονή του. — Ντζάνουν καλά, χριστιανή για! μα σαν έχης παιδί στην ξενιτιά, τι σε φταίγω εγώ να βάλω, έτσι θεονήστικος, όλην αυτή την χολέρα μέσ' στο στομάχι μου!

Σαν ήρθε η φοβερή χρονιά, που έφερε την κατοχή των Αγγλογάλλων και τη χολέρα, που βάσταξε τρεις μήνες κ' έπαψε την ημέρα του Αγίου Φιλίππου, ύστερα από μεγάλη λιτανεία και δέησι που έκαμε ο λαός με τους παπάδες, με τα εικονίσματα, με Σταυρούς και με ξεφτέρια, κ' οι Αγγλογάλλοι φοβέριζαν τον βασιληά μας, τον Όθωνα, κ' εκείνος ήτον κλεισμένος στο Παλάτι, — μόνο για να παρηγορή τον λαό έβγαινεκαι δεν το κούνησε από την Αθήνα, μ' όλη τη χολέρα και το θανατικό.