United States or Nepal ? Vote for the TOP Country of the Week !


Η Ηρωδιάς την στιγμήν εκείνην ησθάνθη κοχλάζον εις τας φλέβας της, το αίμα των προγόνων της, των βασιλέων και ιερέων. — Μα ο πάππος σου, εσάρωνε τον ναόν της Ασκάλωνος! Οι άλλοι πρόγονοί σου, ήσαν λησταί, ποιμένες, οδηγοί των καραβανίων, μια ορδή τέλος εκ της φυλής του Ιούδα από την γεννεάν του Δαυίδ! Όλοι οι πρόγονοί μου επολέμησαν τους ιδικούς σου!

Ήσαν ένοπλοι, και τα τουφέκια και τα πιστόλια των έστιλβον επί της λερής περιβολής των. Ο μπάρμπ’-Αλέξης εφοβήθη μέγαν φόβον. Ουδ' επί στιγμήν αμφέβαλεν ότι ήσαν λησταί. Ακούει δευτέραν φωνήν· — Ε! καραβά! έλα γλήγορα να μας πάρης. — Τώρα, τώρα! απήντησε μηχανικώς ο μπάρμπ’-Αλέξης. Και αφού ανέσυρε την άγκυραν, έλαβε τας κώπας.

Ήκουσεν η Γερακούλα ότι οι λησταί παρουσιάσθησαν ως χωροφύλακες και ότι εντός δισακκίου εφορτώθη ο είς τούτων τον θησαυρόν, και ανεμνήσθη πάραυτα του δειλού εκείνου χωροφύλακος, ον πρώτην φοράν έβλεπον εις την νήσον.

Και ότε, ιστάμενοι επί λόφου εγγύς της ακτής διελογίζοντο να επανέλθωσιν άπρακτοι, εξεκένωσαν τα όπλα των εις το πέλαγος, αγανακτούντες διά την αποτυχίαν των ερευνών των, τότε οι λησταί ακούσαντες τους πυροβολισμούς, απεμακρύνθησαν βορειότερον και είτα ετάχυνον διά του πελάγους. Και όταν ανήχθησαν πλέον μακράν, τότε είδον την λέμβον οι οπλοφόροι.

ΕΡΜ. Και τον Απόλλωνα ο ίδιος λέγει πολύχρυσον και πλούσιον αλλά τώρα θα τον δης και αυτόν να λάβη θέσιν μεταξύ των ζευγιτών , χωρίς στεφάνους, διότι τους έκλεψαν οι λησταί, και με κιθάραν χωρίς στρηφτάρια, διότι και αυτά τα εσύλησαν ώστε να είσαι ευχαριστημένη ότι δεν θα καταταχθής μεταξύ των πολύ πτωχών.

Πάραυτα ο δήμαρχος έκρουσεν εξ απογνώσεως τας παλάμας του. Εννόησεν ότι οι λησταί διεξέφυγον εκ των χειρών των. Διότι ο λιμενάρχης είχε διατάξει ουδεμία λέμβος να εξέλθη του λιμένος την ημέραν εκείνην. Η δε ταχέως απομακρυνομένη των ακτών της νήσου βεβαίως δεν θα ήτο καλή λέμβος. — Πάει, βρε παιδιά, μας γλυτώσανε! είπε τεθλιμμένος και επανεκτύπησε τας παλάμας του.

ΟΙΔΙΠΟΥΣ Είπες ο κόσμος πίστεψε πως τον σκοτώσαν λησταί, και τώρα ο δούλος αν μας φανερώση πολλούς φονιάδες, τότ’ εγώ ο φονιάς δεν είμαι. Αν πη όμως πως καλόζωστος κάποιος διαβάτης τον σκότωσε, είναι φανερό πως εγώ θα ’μαι, που θα βαρύνη επάνω μου το μέγα κρίμα. ΙΟΚΑΣΤΗ Ξέρε όμως, πως τα λόγια του δεν θα γυρίση κι όσα είπε δεν θα τ’ αρνηθή. Αλλά μονάχη δεν είμ’ εγώ που τ’ άκουσα: η πόλις όλη.

Όταν απεμακρύνθη αρκετά από της ξηράς, ανωρθώθη περίτρομος ακόμη και ήρχισε να ψηλαφά τα μέλη του. — Ω! διάβολε! &άλτρος κάβος κονταρέμους.& Και προσέθηκεν·Ως τόσο, καλά που την εγλύτωσα. Πώς θα χαρή η καϋμένη η γρηά. Είτε φαντασιώδης ήτο ο κίνδυνος, είτε πραγματικός, του μπάρμπ’- Αλέξη του εφάνη ότι «εξαναγεννήθη». Εν τούτοις δεν ήτο απίθανον να ήσαν και λησταί οι δύο εκείνοι άνθρωποι.

Και πρώτον μεν ελεηλάτησαν μέρος τι της Επιδαύρου Λιμηράς, έπειτα δε αποβιβασθέντες εις τα καταντικρύ των Κυθήρων παράλια της Λακωνικής, ένθα υπάρχει το ιερόν του Απόλλωνος, ελεηλάτησαν μέρη τινά της χώρας και ετείχισαν ισθμώδές τι χωρίον, ίνα οι Είλωτες των Λακεδαιμονίων αυτομολούν εκεί και συγχρόνως ίνα εξέρχονται λησταί εξ αυτού, καθώς εκ της Πύλου, προς διαρπαγήν.

Οι δύο άλλοι γέροντες λησταί φθάσαντες προ αυτού είχον ήδη έτοιμον την λέμβον εν τη θαλάσση κατά τας διαταγάς του αρχιληστού, όστις ενεφανίσθη και αυτός μετ' ολίγον, ασθμαίνων. Κατά την βεβιασμένην από του Μοναστηρίου αναχώρησιν, υποπτεύσας ο αρχιληστής ότι θα επροδόθη υπό του δραπετεύσαντος θυρωρού, επανήρχετο εις Κεχρεάν μετά πολλών προφυλάξεων.