United States or Micronesia ? Vote for the TOP Country of the Week !


Αυτή η Μαχώ είχε διηγηθή άλλοτε εις τον υιόν της, τον Φάλκον, ότι είδε με τα μάτια της, ένα μεσημέρι, νεράιδες να χορεύουν, από το ύψος του Ερήμου Χωριού, όπου ευρίσκετο, μίαν φοράν, όταν ήτο μικρά κόρη ακόμη, καταντικρύ, επί της κρημνώδους ακτής του Κουρούπη.

Μία βάρκα διέρχεται εγγύτατα της ακτής με το ιστίον ελαφρώς κολπούμενον υπό της ενταθείσης πνοής της εσπέρας. Ακούω τον υγρόν θρουν του σχιζομένου υπό της πρύμνης νερού· και μετ' ολίγον έρχεται δροσερά συμφωνία νεανικών φωνών, απομακρυνομένων προς το Νέον Φάληρον: Κάτω στο γιαλό, κάτω στο περιγιάλι

Αλλ' επί της γης δεν υπάρχει ειμή ο Καίσαρ. Ηξεύρω προσέτι ότι η διδασκαλία του Παύλου απαγορεύει να είσαι ό,τι ήμην εγώ και ότι μεταξύ ατιμίας και θανάτου πρέπει να προτιμάται ο θάνατος. Η Λίγεια έθεσε τους βραχίονας περί τον λαιμόν της Ακτής. — Είσαι τόσον καλή, Ακτή! — Η ευτυχία μου παρήλθε και η χαρά μου επίσης. Αλλ' ας ομιλήσωμεν περί σου. Θα ήτο μωρία να πολεμής την θέλησιν του Καίσαρος.

Ω, κάμετε έλεος, καλά Αραπάκια, γλυτώστε τους και μην τους αφήνετε να πνιγούν! Έλεος, Αραπάκια, έλεος! Λίαν πρωί, τα εξημερώματα της Πέμπτης, δύο μεγάλαι και δυναταί λέμβοι επήγαν κ' έψαξαν τριγύρω εις τ' Αραπάκια, μεταξύ της Ασπρονήσου και της Άρκτου, και κατά μήκος της Πούντας ακτής και πλησίον εις τα Μυρμήγκια, τους άλλους σκοπέλους, προς τον λιμένα.

Αν και συνήθως εθήρευε τους επιβάτας, όπου τους εύρισκεν ο μπάρμπ’-Αλέξης, άπαξ ευρέθη εις την ανάγκην ν' αποποιηθή να παραλάβη επιβάτην εις την μικράν υπόσαθρον σκάφην του. Ιδού πώς: Ήτο κατά τας τελευταίας ημέρας του έτους 1870. Ο μπάρμπ’-Αλέξης ητοιμάζετο ν' αποπλεύση έκ τινος ερήμου ακτής της Φωκίδος, μελετών, αν δεν εύρη εν τω μεταξύ κανένα ναύλον, ν' απέλθη εις την μικράν νήσον του.

Διά να περιπατούν έπεται ότι ήσαν νέοι και διά να είνε νέοι έπεται ότι ήσαν ζωηροί και έτρεχαν και αλληλωθούντο παίζοντες και γελώντες. Όταν δε τοιαύτα αστεία γίνωνται εις το χείλος της ακτής, δύσκολον να μη ακουσθή επί τέλους η κραυγή «άνθρωπος εις την θάλασσαν

Αίφνης βλέπει την μηλωτήν του ακίνητον, ήσυχον, εκεί επί του βράχου, όπου εξελθών προ μικρού είχεν αφήσει αυτήν. Η καρδία του κτυπά, θαρρείς, να διαρραγή. Θρηνεί, βρυχάται ως λέων: — Καπετάν-Παρμάκη! — Καπετάν-Παρμάκη! Ηκούσθη πάλιν η ηχώ η έρημος, βρυχωμένη, θνήσκουσα, καγχάζουσα την ανθρωπίνην ασθένειαν. Έκφρων τότε, έχων τους οφθαλμούς του καθηλωμένους επί της ακτής, αναζητεί την λέμβον.

Η Λιαλιώ εξαφνίσθη. Ο νέος εστράφη να ίδη. Αυτομάτως έπαυσε να κωπηλατή και έμεινεν αναποφάσιστος. — Γρήγορα, γρήγορα, είπε με ψίθυρον τόνον το Λιαλιώ, ως να εφοβείτο μην ακουσθή ο ήχος της φωνής της· πίσω από το Ασπρόνησο, πίσω!... Ο νέος ήρχισε ταχέως να σιάρη. Ήσαν δε ακριβώς εις την σκιάν της ακτής, αποκρυπτούσης την σελήνην. Έκαμψαν μίαν προβολήν βράχου, κ' εκρύβησαν όπισθεν του νησιδίου.

Ο ήλιος είχε δύσει και ολίγον κατ' ολίγον εχάνοντο όλα τα πέριξ εις μίαν μαυρίλαν φοβεράν, ην φοβερωτέραν καθίστα η ερημία, διακοπτομένη μόνον υπό της σκαιάς των ποιμένων φωνής, ως ρεύμα αέρος οξύ προσπιπτούσης εις τα ώτα, και υπό της βοής του θραυομένου επί της ακτής κάτω κύματος, εις παρατεταμένον αφρόν ξεθυμαίνοντος, λαιμάργως απορροφώμενον υπό της χονδρής άμμου.

Επί της ακτής ως μαύρα σημεία διεκρίνοντο λέμβοι τινές αγκυροβολημέναι και πορρωτέρω άλλα τινά πλοιάρια. Πλοίον εκ των μεγαλειτέρων ουδέν εφαίνετο, διότι το μέρος του λιμένος εκείνο, εν ώ συνήθως προσορμίζονται τα μεγαλείτερα πλοία, απεκρύπτετο υπό τινος γλώσσης της ξηράς, προς την θάλασσαν εξερχομένης και διαιρούσης ούτω τον λιμένα εις δύο άνισα μέρη.