United States or Saint Barthélemy ? Vote for the TOP Country of the Week !


Εις εκείνο το νησί εύρωμεν χόρτα, καρπούς και οπωρικά διάφορα, με τα οποία επαρηγορήσαμεν την κοιλίαν μας από την πείναν, και την ακόλουθον νύκτα απεκοιμήθημεν σιμά εις το περιγιάλι. Αλλ' εξυπνήσαμεν από το φοβερόν σύρισμα ενός μεγάλου όφεως ο οποίος ευρέθη τόσον πλησίον μας που εκατάπιεν ένα από τους συντρόφους μου σύσσωμον, με όλες τες φωνές και εναντιότητες που έκαμνεν ο δυστυχής.

Ήτον και άλλο άξιον περιεργείας εκεί, ήγουν αντί να εξέρχεται ο ποταμός από το βουνόν, και να τρέχη εις την θάλασσαν ήτο όλον το εναντίον, από την θάλασσα δηλαδή εχωρίζετο ένας μεγαλώτατος και ορμητικώτατος ποταμός, τρέχοντας προς το περιγιάλι, και εκεί εβυθίζετο μέσα εις ένα σκοτεινόν σπήλαιον, του οποίου το στόμα ήτον υψηλότατον και πλατύτατον όλον το διάστημα του περιγιαλιού ήτον γεμάτον από καραβοτσακίσματα και κόκκαλα των εκεί ναυαγησάντων.

Τότε εστοχάσθην ότι το ζώον που εσύριζε θέλει ήτον κανένα θαλάσσιον ερπετόν, που έμπαινεν από εκείνην την υπόγειον τρύπαν, και ετρέφετο από τα νεκρά σώματα εκεί μέσα· έπειτα εστοχάσθηκα τους βράχους εκείνους και ήτον ένα βουνόν δύσβατον, και εξαπλώνετο από το περιγιάλι έως εις την πολιτείαν.

Στην όχθη ενός μαύρου ποταμού, χιλιάδες παρθένες, χλωμές και θλιμένες, με λυμένα τα μαλλιά, γέρνοντας θλιβερά απάνω στα σκοτεινά νερά του ποταμού, άπλωναν με απελπισία τα χέρια σ' ένα μακρυνό περιγιάλι.

Μόνον οι Μούσες φέρνουνε τη δόξα στους ανθρώπους, και τα πολλά τα χρήματα, που οι πεθαμμένοι αφήνουν, τα τρώνε και τα χαίρονται όσοι απομένουν πίσω. Μ' αν θέλης το φιλάργυρο να τόνε μεταλλάξης είνε σαν να σου πέρασε να πας στο περιγιάλι και να μετράς τα κύματα που στέλνει εκεί ο αγέρας, ή σαν να θες με το νερό ν' ασπρίση η μαύρη πέτρα.

Απ' άκρηάκρη στην Ήπειρο σήμερα, σε κάθε κορφή, σε κάθε χαμήλωμα βουνού, σε κάθε όχτο κάμπου, σε κάθε περιγιάλι και σε κάθε ακροποταμιά, τα ρεπιθέμελα και τα χαλάσματα των κάστρων και των ναών που αναποδογύρισε η αλύγιστη σπάθη σου, σωριασμένα πέτρα απάνου σε πέτρα, σηκώνονται ολούθε σα μεγάλα και βαριά αναθέματα στ' άγριο κ' αιματόχαρο όνομά σου!

Και κόσμον είδανε πολύν, σιμάτο περιγιάλι Να μερμηγκιάζη ανήσυχος και μέσ' απώνα ξύλο, Όπου είχε αράξη βιαστικά, το Γέρο να προβάλη Με τ' απανωκαλύμμαυκο, με το ραβδίτο χέρι. Τα βάσανά του, η αγρυπνιαίς, τα χρόνια του, η νηστείαις, Το φοβερό το μυστικό, που εκράτει κλειδωμένο Βαθειά ς' τα φυλλοκάρδια του, τον είχανε συντρίψη Κ' είναι το πάτημά του αργό.

Κι' αυτοί μεν εταξίδευσαντον νερουλόν τον δρόμον, Τους δε λαούς να αγνισθούν επρόσταξ' ο Ατρείδης· Κι' αγνίζουνταν, και έρριχναντην θάλασσαν ταις λέραις· Καιτον Απόλλων' έκαμναν θυσίαν εκατόμβαις Τέλειαις ταύρων και γιδιών, σιμάτο περιγιάλι Της θάλασσας της άπατης· κι' αναίβαινεν η λίπατον ουρανόν με τον καπνόν στριφοκουλουριασμένη.

ΕΥΓΕΝΗΣ Σεβαστέ μου Κύριε, να φυλαχθής· τα πέλαγο, αν πηδάει τα όρια του, με ορμήν τόσην δεν κατατρώγει το περιγιάλι, μ' όσην βίαν ο Λαέρτης μ' ανταρτών πλήθος τους φρουρούς σου στρώνει κάτω.

Ας χαίρεται τον άντρα της η Αφροδίτη τώρα· κ' εμείς ας τόνε φέρωμε, πριν καλοξημερώση, με τη δροσιά της χαραυγής, στο περιγιάλι κάτω, κ' εκεί, με τα μαλλιά λυτά και με γυμνά τα στήθια, όλες μαζί ας αρχίσωμε το λιγερό τραγούδι.