United States or South Korea ? Vote for the TOP Country of the Week !


Ο αρχιληστής ήρπασε πάραυτα τας κλείδας, έλυσε τον δέσμιον οικονόμον και λέγει αυτώ: — Εμπρός! Κ' εξήλθον. — Αχ! ηκούσθη θλιβερά τότε των δεσμίων φωνή, ως ν' απεσπάτο από της ρίζης η καρδία των.

Τότε τον βρέσκαν οι βοσκοί στα δέντρα ριζωμένο, Με το κοπάδι αμάζευτο σ' όλα τα πλάγα σκόρπιο, Να κλαίη να κλαίη και θλιβερά να λέη ο μαύρος τέτοια: — «Άθλια καρδιά, πώς σκόνταψες τυφλή στο βρόχι τούτο; Γιατ' είσ' ενού φτωχού καρδιά πούνε κυρά του η Χρύσω.

Πήγαινα στο κυνήγι, μόνο για να ζω στη μοναξιά και λησμονούσα το τουφέκι που κρατούσα. Στην πύλη είχα μάθει κάτι θλιβερά τραγούδια της εποχής και στις ερημιές πούτρεχα τα σιγοτραγουδούσα. Αλλ' απ' όλο ταίριαζε στη ψυχική μου διάθεση η «φαρμακωμένη» του Σολωμού. Κιόταν την τραγουδούσα, πάντοτε γέμιζαν δάκρυα τα μάτια μου. Το Βαγγελιό σαν τη φαρμακωμένη θα πήγαινε.

Και η καπετάνισσα παντρεύθη ένα ραβδί και περπατεί τις στράτες. Περνάει από κάτω από το σπίτι το ψηλό και καίγετ' η καρδιά της. Περνάει από τα μαγαζιά του λιμανιού, που είναι κρεμασμένη η ζωγραφιά του κανακάρη της, κι' αναστενάζει θλιβερά. Περνάει κι' απ' την αμμουδιά, που τραγουδούνε τα κορίτσια το τραγούδι της Λενιώς, και βουρκώνουν τα μάτια της.

Ο βασιλεύς ήτον όλος εκστατικός θεωρών τοιαύτα αξιοθαύμαστα της φύσεως και της τέχνης, ότε αιφνιδίως ακούει μίαν φωνήν θρηνητικήν συνοδευομένην με θλιβερά λόγια.

Αυτό 'μπορώ να το ειπώ, αλήθεια! Είχε το χέρι του βαρύ και γρήγορα 'κτυπούσε. Απέθανε κ' εσάπισε. ΚΕΝΤ Εγώ, αυθέντα, ήμουν. Εγώ... ΛΗΡ Αυτό θα το ιδώ αμέσως. ΚΕΝΤ Εγώ είμαι, που τ' άτυχά σου ρήματα παντού ακολουθούσα, αφού σε κατεπλάκωσε η συμφορά κ' η πίκρα. ΛΗΡ Καλώς μας ώρισες λοιπόν. ΚΕΝΤ Όχι καλώς, διότι εδώ είν' όλα θλιβερά και σκοτεινά και μαύρα.

Την πρωίαν εκείνην η θλιβερά γραμμή, η ασχημίζουσα, τόσας ημέρας, το λευκόν της Θωμαής πρόσωπον, είχεν αυλακώση όλον το μέτωπόν της, ως να έδακνε θλίψις πικρά την καρδίαν της, κ' εζωγραφίζετο εις τα πρόσωπον ο φοβερός πόνος.

Ουδέν άλλο είχαν υπό τα βλέμματά των ειμή θλιβερά συμβάντα, και το γεγονός τούτο ενεποίει τρόμον και αμηχανίαν εις τους Αθηναίους.

Εκείνος ο αγνώριστος νέος, αντί να αποκριθή εις τα ζητήματα του βασιλέως, άρχισε να θρηνή απαρηγόρητα, με τόσα θλιβερά παράπονα, όστε εκίνησε τον βασιλέα εις λύπην και συμπάθειαν, και λέγει του ο βασιλεύς· ειπέ μου σε παρακαλώ την αιτίαν της τοιαύτης σου μεγάλης θλίψεως.

Δίπλα μας της Μορτσίλιας η νεραϊδοκατοικημένη η σπηλιά, εφάνταξε μες τη φριχτήν ανατριχίλα της νύχτας της τρισκόταδης, ωσάν πελώριο στο βράχο στόμα σκιαχτερό, που εχτυπούσαν τα φτερά τους οι νυχτερίδες μες τους βαριοΐσκιωτους τους θόλους της, κ' έσκουζαν θλιβερά τα μάβρα νυχτοπούλια.