United States or Pitcairn Islands ? Vote for the TOP Country of the Week !


Εμείς οι συνομήλικες που κατά τον Ευρώτα σαν άντρες θε να τρέξωμε, διακόσες τόσες κόρες, μόλις η Ελένη η ώμορφη προβάλη ανάμεσα μας καμμιά από 'μας δε δείχνεται, καμμιά δίχως ψεγάδι. Αυγή, δείχνοντας ώμορφη τη διάφανή της όψη, σελήνη, ωραία βασίλισσα στη σκοτεινιά της νύχτας, άνοιξη Ανθοπερίχυτη κ' ύστερ' απ' το χειμώνα, τέτοια η χρυσή η Ελένη μας ανάμεσά μας λάμπει.

Ένας ένας, όποιος προβάλη να σε χτυπήση, ένας ένας θα τσακιστή και θα πέση, τι να κάμη; Εσύ έπαθες πολλά, εγώ για σένα ήθελα να χύσω ένα δάκρι, που μέσα του να είναι όλα τα δάκρια της καρδιάς μου, που με το δάκρι μου αφτό να κλάψω τα βάσανά σου όλα μαζί. Εσύ αιώνες κ' αιώνες ζης, πολεμάς, κι αναστενάζεις.

Έλλην Φάουστ και Σγαρίλιο, δεν μου θέλεις έναν ήλιο, και ζητείς να φέξη κι' άλλος από τούτον πιο μεγάλος. Η απαίτησις μεγάλη, μα ποιος ξέρει καμμιά 'μέρα αν και τρίτος δεν προβάλη για χατήρι σου 'στήν σφαίρα. Νέος προς το γήρας τρέχεις, γέρος χάνεσαι για νειάτα, μα κι' αυτά ενώ τα έχεις τσαμπουνάς «ανάθεμά τα

Πραγματικώς, καλέ Ξένε, φαίνεται εντελώς αληθές αυτό που είπαμεν εις την αρχήν περί του σοφιστού, ότι δηλαδή είναι άπιαστη ράτσα. Διότι φαίνεται ότι είναι γεμάτος από προβολάς, και όταν προβάλη καμμίαν από αυτάς πρέπει πρώτον αυτήν να καταπολεμήσωμεν, πριν να φθάσωμεν εις αυτόν τον ίδιον.

Και το βλέμμα του έγινε πάλιν αόριστο, κάπως δειλό εστυλώθηκεν απάνω σε μια στάμνα που έστεκε σπασμένη στην αυλή, το μέτωπο εσούφρωσε κ' εκέρωσε, λέγεις κ' έβλεπε ασπίδα να προβάλη αποκεί. — Εσύ πατέρα πώς επήγες; Με τη μηχανή; τον ερώτησα. — Όχι, με την πέτρα σαν τους Καλυμνιώτες. Πού μηχανές στον καιρό μας! — Εγώ σαν μεγαλώσω θα πάω να το κόψω· είπα πεισματικά.

Η Μαλάμω επλησίασε και αφήρεσεν από της κεφαλής του Ζάχου το πόσι του, δεμένον ατάκτως άνω του φεσίου, εδίπλωσεν αυτό επιμελώς επί του γόνατος και το έδεσε πάλιν δις και τρις γύρω, προσέχουσα να μη προβάλη καμμία πτυχή κ' έρριψεν οπίσω επί των ωμοπλατών τας δύο χρυσοκεντήτους και θυσανοφόρους άκρας του.

Και μάλιστα ότι δύο ερωτήσεις επιδέχεται έκαστον ον. Πώς δύο; Άλλοτε μεν έκαστος από ημάς ημπορεί να προβάλη το όνομα και να απαιτήση ως απάντησιν τον ορισμόν, άλλοτε δε πάλιν ημπορεί να προβάλη τον ορισμόν και να ερωτήση το όνομα. Άραγε μήπως τόρα πάλιν θέλομεν να ειπούμεν το εξής; Τι πράγμα; Βεβαίως η διαίρεσις εις δύο συμβαίνει και εις άλλα πράγματα και εις αριθμούς.

Εκεί απάνω ανοίγει η πόρτα, και ποιος να προβάλη; Η Ασήμω. Χύμιξε μέσα σαν ποντίκι. Άξαφνα τους βλέπει και κοντοστέκεται. Είχε κατέβη πάλε να δη και να μάθη. Σα να της ήρθε να ξεχυμίξη και να γυρίση πίσω. Σηκώνεται ο Επίτροπος και σφαλνάει την πόρτα. — Πούθε έρχεσαι τώρα; τη ρωτάει ο Παπάς. — Από της Χουσεήναινας, της χήρας. Έφερα της θειας μου φαεί, αποκρίθηκε χαμηλόφωνα, και χαμηλόβλεπα η Ασήμω.

Εκάθησα επί κορμού ελαίας εις του τοίχου την σκιάν και επερίμενα βλέπων την στροφήν του δρόμου, όθεν ήλπιζα να προβάλη εντός ολίγου ο Παντελής επιστρέφων. Ήτο ησυχία περί εμέ άκρα και μόνοι οι τέττιγες, ενθουσιώντες υπό τας ακτίνας του ηλίου, διέκοπτον της εξοχής την σιωπήν. Αίφνης γέλωτες παιδικοί αντήχησαν πλησίον μου.

Κοινοποιών εις τους αξιωματικούς του στρατοπέδου το σχέδιον τούτο, εφρόντισε να τους το προβάλη ως συμβουλευόμενος, και τούτο τους ηνάγκασε να το δεχθώσι προθυμότερον, τον εβεβαίωσαν δε περί της τελείας εμπιστοσύνης των εις όσα αυτός κρίνει εύλογα και της προθύμου υπακοής εις τα διαταττόμενα.