United States or Curaçao ? Vote for the TOP Country of the Week !


Ο Παντελής ήτο νεόνυμφος, κατείχε δε μετά μόνης της συζύγου του την μικράν καλύβην, όπου με επρόσφερε φιλοξενίαν, αλλά μετ' αλαζονικού μειδιάματος μου υπέδειξεν ότι επέπρωτο ν' αυξήση προσεχώς της οικογενείας του ο αριθμός.

Προ ολίγου επεράσαμεν απ' εκεί με τον Κύριον Μαιμάν. Εκεί επήγαινεν ο Νίκος προς ανεύρεσιν του αδελφού του. Ποίος ηξεύρει τι είχε κατά νουν να ειπή, και πώς να ομιλήση! Δυστυχώς συνηντήθησαν εδώ! Ο Παντελής αναβαίνων κατόπιν του Νίκου δεν έβλεπεν ακόμη τον Μίχον. Είδε μόνον τον Νίκον να σταθή έξαφνα εις το τέλος του ανηφόρου, να σύρη από την ζώνην την μάχαιράν του και να την ρίψη εις την θάλασσαν!

Ο Παντελής και ο φίλος του απέθεσαν κατά γης τα βαρέλια, όπως δώσωσι μεγαλειτέραν ελευθερίαν εις την γλώσσαν και τας χειρονομίας των, τοσαύτη δ' ήτο η ταχύτης μετά της οποίας όλοι συγχρόνως ελάλουν, τοσαύτη η χασμωδία, ώστε δεν ηδυνάμην να εννοήσω περί τίνος πρόκειται, καίτοι συμπεραίνων ότι ο λόγος ήτο περί εμού.

Έκαμα τον σταυρόν μου εκεί εις το ύπαιθρον, ανέβην επί δένδρου, του οποίου ο κορμός υψούτο παρά την πύλην, επήδησα τον τοίχον και ευρέθην εκτός του χωρίου ελαφρός και αδέσμευτος. Έτρεξα δρομαίος προς την καλύβην όπου ο Παντελής υπεσχέθη να με περιμείνη. Αλλά δυο ημερόνυκτα παρήλθον έκτοτε. Περιμένει αρά γε εισέτι; Η καλύβη ήτο κλειστή.

Μετά πέντε περίπου ωρών οδοιπορίαν εφθάσαμεν εις θολόν Ποτάμι, αλλ' ο προβλεπτικός Παντελής δεν ενέκρινε να φέρωμεν το χαβιάρι υπό τους οφθαλμούς και την ρίνα του Αγά ή των περί αυτόν Τούρκων, και έμεινε με το ζώον του έξω του χωρίου, εις εξοχικήν καλύβην χωρικού γνωστού του, όπου εσυμφωνήσαμεν να με περιμείνη. Εγώ δε ακολουθών τους δημογέροντας εισήλθα εντός της κωμοπόλεως.

Μόλις είχομεν απογευθή, ότε η θύρα εκρούσθη. ― Οι δημογέροντες θα είναι! λέγει ο Παντελής. Ήσαν τω όντι του χωρίου οι δημογέροντες. Εισήλθον κρατούντες χονδράς ράβδους αξέστους, μας εκαλησπέρισαν, εκάθησαν επί των σκαμνιών τα οποία επρόσφερεν η πρόθυμος Παρασκευή, εκαθήσαμεν και ημείς και εμένομεν όλοι σιωπώντες.

Δεν τον ηκολούθησε κανείς; ηρώτησα. — Ποίος να φαντασθή τι έμελλε να συμβή! Και ούτε θα εγίνετο γνωστόν το τι συνέβη, εάν, κατά σύμπτωσιν, δεν ανέβαινε την ώραν εκείνην εδώ, κατόπιν του Νίκου, ο μόνος μάρτυς αυτόπτης του δράματος, ο Παντελής αυτός εδώ. Εστράφημεν και οι τρεις προς τον Παντελήν. Εκάθητο καταγής, εις ολίγων βημάτων απόστασιν, στρέφων τους οφθαλμούς προς την θάλασσαν.

Όσον επλησίαζεν ο Παντελής, ήκουε τας φωνάς των δύο αδελφών, φωνάς εξηγριωμένας. Έπειτα, διά μιας, σιωπή! Ότε επί τέλους ανέβη εδώ ο Παντελής, δεν ήτο πλέον εις καιρόν να τους χωρίση. Ενηγκαλισμένοι, εις αυτήν την στενήν λωρίδα γης, επάλαιον. Ήσαν εις την άκραν του κρημνού.... Έπεσαν και οι δύο ομού, και ένα μόνον κρότον ήκουσεν ο Παντελής, ότε εβυθίσθησαν κάτω εις την θάλασσαν...

Εν πρώτοις και προ πάντων γενική και όχι λίαν ευχάριστος εντύπωσις των Κρονίων της σημερινής Κυριακής είνε δι' εμέ η παντελής σχεδόν έλλειψις ευφυών μεταμφιέσεων.

Ότε επλησιάσαμεν εις το χωρίον του, ο καλός Παντελής απέθεσε τα βαρέλιά μου εντός πατητηρίου ηρειπωμένου, εις την άκραν αμπελώνος παρά τον δρόμον, και με παρήγγειλε να τον περιμένω εκεί, διά να υπάγη πρώτος εκείνος με το ζώον του και εξετάση μη ευρίσκωνται Τούρκοι εις το χωρίον.