United States or Oman ? Vote for the TOP Country of the Week !


Έκαμα τον σταυρόν μου εκεί εις το ύπαιθρον, ανέβην επί δένδρου, του οποίου ο κορμός υψούτο παρά την πύλην, επήδησα τον τοίχον και ευρέθην εκτός του χωρίου ελαφρός και αδέσμευτος. Έτρεξα δρομαίος προς την καλύβην όπου ο Παντελής υπεσχέθη να με περιμείνη. Αλλά δυο ημερόνυκτα παρήλθον έκτοτε. Περιμένει αρά γε εισέτι; Η καλύβη ήτο κλειστή.

Ηθέλησα να ίδω καλλίτερον, να κορέσω τους οφθαλμούς μου με της αποξενώσεώς μου το θλιβερόν θέαμα, και πηδήσας την απέναντι του περιβόλου μας φραγήν ανέβην εις τον αμπελώνα, τον οποίον ο δρόμος εχώριζεν από τον κήπον μας. Το έδαφος ήτο ανωφερές, ώστε έβλεπα εκείθεν ολόκληρον την περιοχήν μας.

44. » Εγώ δε ανέβην εις το βήμα, όχι διά να αντείπω εις τα κατά των Μυτιληναίων αποφασισθέντα ουδέ διά να κατηγορήσω αυτούς. Διότι, εάν κρίνωμεν φρονίμως τα πράγματα, όχι περί της αδικίας εκείνων πρόκειται εις ημάς συζήτησις, αλλά ποία η συμφερωτέρα δι' ημάς απόφασις.

Είχα καταβή από την άμαξαν, και μία υπηρέτρια, η οποία ήλθεν εις την θύραν, μας παρεκάλεσε να περιμείνωμεν μίαν στιγμήν και θα έλθη αμέσως η δεσποινίς Καρολίνα. Επροχώρησα διά της αυλής προς την καλοκτισμένην οικίαν, και ότε ανέβην την εμπροσθινήν κλίμακα, και επάτησα το κατώφλιον της θύρας, μου έτυχε το θελκτικώτατον θέαμα από όσα ποτέ είδα.

Ότε εφθάσαμεν προ της κατοικίας του Μεγάλου Αγά, οι δημογέροντες εισήλθον εντός αυτής, εγώ δ' έμεινα εις τον δρόμον, καθώς και εις Καταρράκτην, περιμένων και αναλογιζόμενος όσα είδα, προ πάντων δε τα αίματα εκείνα επί του τοίχου υπό τον εξώστην. Μετ' ολίγον μ' έκραξαν και ανέβην εις την αίθουσαν, όπου εκάθητο ο Αγάς.

Μετά ταύτα τα λόγια εγώ ανέβην εις εκείνο το δένδρον, με μερικά φαγητά διά την χρείαν μου, και ο αυθέντης μου εγύρισεν οπίσω εις την πολιτείαν· εξενύχτισα επάνω εις το δένδρον χωρίς να ιδώ κανέναν ελέφαντα, αλλά την αυγήν όταν ανέτειλεν ο ήλιος βλέπω να περνά μία μεγάλη αγέλη ελεφάντων· εγώ εν τω άμα έρριψα τόσες σαΐτες με το δοξάριον, που τέλος πάντων είδα να πέση ένας Ελέφαντας σκοτωμένος· και οι άλλοι ανεχώρησαν.

Επήρα τον ανήφορον, βαδίζων τον φράκτην-φράκτην εν μέσω αμπέλων και ελαιώνων, ανέβην εις το Κοτρωνάκι, εις τους Σακαλάρους, έφθασα εις του Βαραντά το ρέμμα, όπου «εκρότιζεν» ο τόπος, αλλ' εγώ δεν εκροτιζόμην· δεν είχα εις τον νουν μου στοιχειά και φαντάσματα, αλλά προαπήλαυα το «πεποικιλμένη». Διέσχισα πέρα-πέρα το ρέμμα, εμβήκα εις τον Μεγάλον Ανήφορον, στο Μεροβόλι, και τέλος με πολύ άσθμα και ιδρώτα έφθασα εις τον Άι-Λια.

Κάτω αποθήκη και ελαιοτριβεία, επάνω δύο μικρά δωμάτια, η δε είσοδός των από μίαν εξωτερικήν κλίμακα εις το πρόσωπόν της οικίας, επί του δρόμου. — Εκεί όπου κατοικεί τώρα ο δημοδιδάσκαλος; ηρώτησεν ο Ανδρέας. — Εκεί. Ότε ανέβην, μόλις και μετά βίας κατώρθωσα να φθάσω μέχρι του Χρήστου.

Τον ερωτώ λοιπόν τι ήθελε να πράξω; Δεν ανέβην εις το φρούριον; Δεν εφόνευσα; δεν ηλευθέρωσα; υπάρχει πλέον κανείς ο διατάσσων; κανείς ο προστάζων; απειλεί κανείς αυθέντης; με διέφυγε κανείς εκ των κακούργων; Δεν δύνασαι ν' αρνηθής.

Και έκλαιεν αποκρινομένη δια διακεκομμένων φράσεων εις τα ερωτήματά μου. Ανέβην την κλίμακα με την καρδίαν ελαφροτέραν ή ότε έκρουα την θύραν. Ο ευγενής οικοδεσπότης μ' εδέχθη προσηνώς, μ' εκράτησεν εις την οικίαν του, μ' έδωκε την ζητουμένην συστατικήν, με είπε λόγους ενθαρρυντικούς και μ ενέπλησεν ελπίδων και παρηγοριάς.