United States or Syria ? Vote for the TOP Country of the Week !


Εσηκώνετο, εκάθητο, έβλεπεν από το παράθυρον, αλλά δεν εφαίνετο ο Λιάκος. Επροσπάθει ν' αναγνώση, αλλά δεν ηδύνατο να προσηλώση την προσοχήν του εις το βιβλίον και το έκλειε πάλιν. Τι μαρτύριον! Εν τούτοις ήλθεν η συνήθης ώρα του περιπάτου. Ο Κ. Πλατέας εκάθητο επί ακανθών. Δεν ηδύνατο να μείνη πλέον εντός της οικίας περιμένων τον Λιάκον. Απεφάσισε να εξέλθη.

ΑΓΑΜΕΜΝΩΝ Μήπως ετόλμησας να την ανοίξης και έμαθες ό,τι δεν σοι επετρέπετο να μάθης ; ΜΕΝΕΛΑΟΣ Βέβαια και να σε δυσαρεστήσω μαθών ό,τι κακόν δι αυτής έπραξας λάθρα. ΑΓΑΜΕΜΝΩΝ Ω της αναισχυντίας σου ! Και πού συνέλαβες τον δούλον μου ; ΜΕΝΕΛΑΟΣ Εκεί όπου ιστάμην περιμένων την άφιξιν της κόρης σου εξ Άργους εις το στρατόπεδον.

Αι λέμβοι των αλιέων έσπευδον και αυταί να προσορμισθώσι· και από την εξοχήν οι ποιμένες και γεωργοί κατήρχοντο εις την πόλιν προς τον αυτόν σκοπόν. Και μόνος ο πράκτωρ της Ατμοπλοϊκής εταιρείας αναιβοκατέβαινεν ακόμη εις το παράλιον περιμένων το ατμόπλοιον. Όμως ενύκτωσε και ήρχισε να σημαίνη η αγρυπνία. Ο γλυκύς του κώδωνος ήχος ελαλούσεν, εκελαδούσεν, ενόμιζες, την πανήγυριν.

Τότε ο Θευδάς τω έκραζε: «Ξορκίζω σε!» Ο Μάχτος δεν απήντα, ή μάλλον η ηχώ της φωνής δεν έφθανεν εις τα ώτα του Θευδά, διότι ούτος καθυστέρει τετρακόσια βήματα. Δις μόνον είχεν αναγκασθή να σταματήση ο Μάχτος περιμένων να εξέλθη των καμπών της οδού ο Θευδάς, και τούτο διότι ευρέθη εν δισταγμώ, ενώπιον δυο οδών, μη γνωρίζων ποτέραν να βαδίση.

Ότε εφθάσαμεν προ της κατοικίας του Μεγάλου Αγά, οι δημογέροντες εισήλθον εντός αυτής, εγώ δ' έμεινα εις τον δρόμον, καθώς και εις Καταρράκτην, περιμένων και αναλογιζόμενος όσα είδα, προ πάντων δε τα αίματα εκείνα επί του τοίχου υπό τον εξώστην. Μετ' ολίγον μ' έκραξαν και ανέβην εις την αίθουσαν, όπου εκάθητο ο Αγάς.

Απηύδησα περιμένων. Η κεφαλή μου αλγεί, βομβούν τα ώτα μου, οι οφθαλμοί μου καίουν, αισθάνομαι ότι δεν δύναμαι πλέον επί πολύ να κυβερνώ τον νουν μου. Ελπίζω όμως, ελπίζω ότι προσεγγίζει η καταστροφή. Αι σανίδες του εξώστου τρίζουν και κλονίζονται επί μάλλον και μάλλον. Ο ουρανός είνε σήμερον ζοφερός, ο άνεμος γίνεται σφοδρότερος, καθ' όσον ο ήλιος καταβαίνει προς την δύσιν του.

Ο Σάλαιθος μη περιμένων πλέον και αυτός τα πλοία έδωκεν όπλα εις τον λαόν, ο οποίος πρότερον δεν είχε τοιαύτα, διά να κάμουν έξοδον εναντίον των Αθηναίων· αλλά μόλις ο λαός ωπλίσθη δεν ήθελε πλέον ν' ακούση τους άρχοντας, αλλά συναθροιζόμενος εις ομίλους επρόσταξε τους πλουσίους να φανερώσουν τον σίτον, τον οποίον είχαν κρυμμένον και να τον μοιράσουν εις όλους· άλλως, απειλούσαν ότι συνθηκολογούντες μετά των Αθηναίων θα παρέδιδον εις αυτούς την πόλιν.

Ούτω και ο καλός Λέων, ο φρονιμώτερος ίσως του αιώνος του ανήρ, επερίμενε την ίασίν του παρά του Αγ. Τιβουρκίου. Τρεις ολοκλήρους ημέρας έμεινε νήστις και ακίνητος ο Ποντίφηξ περιμένων την έλευσιν του θείου ονείρου. Αλλ' ούτε ύπνον ν' απολαύση ούτε όνειρα να ίδη άφινον αυτόν οι πόνοι• μέχρις ου μετά τριήμερον αγωνίαν έκλεισε τέλος πάντων τους οφθαλμούς εις αιώνιον άνευ ονείρων ύπνον.

Αλλ' ο ιστορικός ούτος ηγνόει ότι ο Σευηριανός υπέφερεν ασιτίαν επί τρεις, νομίζω, ημέρας, ενώ όσοι στερούνται τροφής δύνανται να ζήσουν και επτά ημέρας οι πλείστοι, εκτός εάν υποθέσω μεν ότι ο Οσρόης παρέμεινε πλησίον του Σευηριανού περιμένων ν' αποθάνη ούτος εκ πείνης, διά τούτο δε ο Σευηριανός δεν έφθασε την εβδόμην.

Ο κυρ-Μανουήλος, αφού είπεν ολίγας τελευταίας λέξεις, εστάθη ολίγον τι παράμερα και εφαίνετο περιμένων. Ο Ζάβαλος και ο Κάβουρας, αφού εξήλεγξαν το περιεχόμενον του φακέλλου, έτρεξαν προς την στέρναν, υπό τα μεγάλα δένδρα, όπου εκοιμώντο οι δύο σύντροφοί των. Έκυψαν, έσεισαν τους ώμους των και τους εξύπνησαν.