United States or Malawi ? Vote for the TOP Country of the Week !


Ερρίχτηκα δίπλα στον τάφο! κατάπληκτος, ταραγμένος, στενοχωρημένος, με καταξεσχισμένη καρδιά, αλλά δεν ήξερα τι μου συνέβηκε τι θα μου συμβή. — Θάνατος! τάφος! δεν καταλαβαίνω αυτές τις λέξεις! Ω, συγχώρησέ με! συγχώρησέ με! Χθες θα ήτο η τελευταία στιγμή της ζωής μου! Ω άγγελε!

Παράδοξον εφάνη και εις εμέ, αλλ' ήλθε. — Μόνη; Ο Θεόδωρος δεν απήντησεν ευκρινώς εις την τελευταίαν ερώτησιν. Ο Πλήθων τω είπε λέξεις τινάς και τον απέπεμψε. Το προσωπείον της νυκτός. Ότε ο Σκούντας και η Αϊμά εξήλθον εκ του μοναστηρίου, σκότος βαθύ επεκράτει υπό τον ουρανόν. Ο αιθήρ εκαλύπτετο υπό μαύρων νεφών, και σφοδρός άνεμος εσύριζε διά μέσου των δένδρων.

Και η φωνή πάλιν μου είπε οιονεί ψιθυρίζουσα : — Δεν είναι! ω! δεν είναι ένα θλιβερόν θέαμα! Αλλά προτού να εύρω λέξεις διά ν' απαντήσω, τα φάντασμα έπαυσε να σφίγγη την παλάμην μου, η φωσφορική λάμψις έσβυσε, και οι τάφοι εκλείσθησαν και πάλιν με αιφνιδίαν βίαν, ενώ εσηκώνετο ένας θόρυβος απελπιστικών κραυγών που επανελάμβανε : «Δεν είναι, ω! δεν είναι ένα θέαμα αληθώς θλιβερόν

Ευχαριστηθείς άλλως τε, διότι ο Χίλων τον είχεν εννοήσει με ολίγας λέξεις, είπε: — Λοιπόν! θα προσθέσω ολίγας γραμμάς διά να σφογγίσουν τα δάκρυά σου. Φέρε μου την λυχνίαν. Ο Χίλων καθησυχάσας ήδη εντελώς, ηγέρθη και εξεκρέμασεν από τον τοίχον μίαν από τας ανημμένας λυχνίας.

Φώναξε ακόμη μερικές λέξεις, χωρίς να ξέρει τι λέει και έφυγε τρεχάτος ανεμίζοντας το σκούφο του, σαν να πήγαινε να σβήσει πυρκαγιά. Βρέθηκε μέσα στην στη μικρή αυλή της τοκογλύφου. Ηρεμία επικρατούσε εκεί μέσα, όπως στην Κιβωτό του Νώε.

Αλλ' υπήρχεν ακόμη και άλλη έννοια την οποίαν ενείχον αι λέξεις, όχι βεβαίως ολιγώτερον απεχθής εις τας προλήψεις των, αλλ' ουχ' ήττον πλήρης νουθεσίας, και εναργεστέρα εις την αντίληψίν των. Ο Ναός ήτο η καρδία του όλου Μωσαϊκού συστήματος, το στραταρχείον, ούτως ειπείν, της όλης λευιτικής τελετουργίας.

Τω έτεινε την χείρα ως παλαιά φίλη, εκείνος δε, ατάραχος, διηγήθη τα κατ' αυτόν, ευτράπελα, μ' ευγλωττίαν. Περί του παρελθόντος ούτε λέξεις και ότε ο νέος απήρχετο, η Αρσινόη του έθλιψεν εκ νέου την χείρα. Μετά χαράς είδεν ο Άγγελος τον Φωκίωνα. Οι δύο άνδρες ανενέωσαν τας προτέρας των σχέσεις.

Εις ολίγας λέξεις, έρως είνε η επιθυμία του κατέχειν το αγαθόν διά παντός, το διακρίνον δε αυτόν πάσης άλλης επιθυμίας του αγαθού, ήτις άλλως είνε κοινή εις όλους τους ανθρώπους, είνε τούτο, ότι δι' αυτού επιδιώκει τις να γεννήση, είτε κατά το σώμα είτε κατά την ψυχήν, μέσα εις το ωραίον.

Εφοβήθη και ηθέλησε ν' αποσυρθή απαρατήρητος, αλλ' αίφνης ο γέρων, διακόψας την λογομαχίαν, τον ηρώτησεν αποτόμως εκ του βάθους της αποθήκης: — Τι αγαπάτε, Κύριε Λιάκε; — Επεθύμουν να σας είπω δύο λέξεις, αλλά σας απασχολώ. Έρχομαι άλλην ώραν. — Περάσετε εις το γραφείον μου. Έρχομαι αμέσως.

Μόλις ετοιμάζετο να κάμη την κίνησιν, ο φίλος εις τον οποίον είχεν επιβάλει σιωπήν του είπε και αυτός δυο λέξεις εις το αυτί και τον έκαμε να ησυχάση αμέσως. — Αλλά τότε, εβροντοφωνούσε με μεγάλην φωνήν, μία γραία κυρία, ο κύριός σας Μπουγιάρ ήτο όχι μόνον τρελλός, αλλά και εντελώς ηλίθιος τρελλός! Διότι σας ερωτώ, ποίος ήκουσε να ομιλούν περί ανθρώπου-σβούρας; Θα ήτο παράξενον.