United States or Barbados ? Vote for the TOP Country of the Week !


Απηύδησα περιμένων. Η κεφαλή μου αλγεί, βομβούν τα ώτα μου, οι οφθαλμοί μου καίουν, αισθάνομαι ότι δεν δύναμαι πλέον επί πολύ να κυβερνώ τον νουν μου. Ελπίζω όμως, ελπίζω ότι προσεγγίζει η καταστροφή. Αι σανίδες του εξώστου τρίζουν και κλονίζονται επί μάλλον και μάλλον. Ο ουρανός είνε σήμερον ζοφερός, ο άνεμος γίνεται σφοδρότερος, καθ' όσον ο ήλιος καταβαίνει προς την δύσιν του.

Δύο σανίδες ήρκεσαν όπως αποτελέσωσι χώρισμα εις μίαν των γωνιών, δι' ου εκρύπτετο από των οφθαλμών των άλλων, και έτεραι δύο οριζοντίως καρφωθείσαι απετέλεσαν κλίνην. Άλλως δεν κατεκλίνετο αυτή αφ' εσπέρας, όπως οι λοιποί σύνοικοι.

Ήθελα να λάβη εκείνος την σιδηράν, διότι εφοβούμην μη αι σανίδες της άλλης χορεύουσαι την νύχτα επάνω εις τα τρίποδά των δώσουν νέαν αφορμήν ταραχής εις τα αρκούντως ήδη ταραγμένα νεύρα του.

Και πάλιν θα μοι ήτο λυσιτελής αύτη, αν εγίνωσκον να ωφεληθώ εξ αυτών. Αλλ' εις μάτην! Τα κύματα πλήττουσι και τον βράχον, πλήττουσι και τα ναυάγια. Ο μεν βράχος ανθίσταται, τα δε ναυάγια παρασύρονται· αύτη είνε η διαφορά. Και ο μεν βράχος κατά μικρόν φθείρεται, αι δε σανίδες εξαφανίζονται, αλλά δεν θραύονται. Και αύτη άλλη διαφορά.

Μια κυριακή του Φλεβάρη εκατέβηκα με τη γυναίκα μου στον Άγιο Νικόλα. Ο ξάδερφός της ο καπετάν Μαλάμος εβάφτιζε το μπρίκι του και μας είχε καλεσμένους στη χαρά. Ήταν ωραία ημέρααρχή του πόθου μου. Ο ταρσανάς γεμάτος μαδέρια, κατάρτια, σανίδες, πελεκούδια, ροκανίδια πλήθος. Ο αέρας παράμεστος από την άρμη του νερού, το άρωμα του νωπού ξύλου, τη βαρειά οσμή του κατραμιού, της πίσας, των σχοινιών.

Και τα μεν καρφία εβυθίσθησαν εις τον βαθύν πυθμένα, αι δε σανίδες διεσπάρησαν εις το πέλαγος μεταβληθείσαι εις γιαλόξυλα. Και τότε πλέον ανέβη τον ανήφορον της αγοράς χωρίς να έχη υψηλά την κεφαλήν του ο αφελής ναυαγός. Είχε σύρει το κασκέτο του μέχρι των ώτων και ανέβαινε χωρίς να βλέπη σχεδόν, προσκρούων εις τα λιθάρια και τα καλδερίμια.

ΧΟΡΟΣ Με την βοήθεια των Μουσών επέταξα στα ύψη της επιστήμης, κ' έμαθα πολλά, αλλά δεν ηύρα τίποτε δυνατώτερον απ' την Ανάγκη. Ούτε γι' αυτήν υπάρχει φάρμακον κανένα στης σανίδες της Θράκης που έγραψε ο Ορφεύς απάνω τι γιατρεύει το σώμα μας και την ψυχή, ούτε σε όσα ο Φοίβος στους Ασκληπιάδας έδωκε να πολεμούν τους πόνους και να βοηθούνε τους θνητούς.

Ώθησεν αυτήν, και εξεπλάγη ιδούσα ότι ήτο ανοικτή. Στενή κλίμαξ ήτο ενώπιόν της άγουσα προς το δώμα, όπου έπρεπε να κατοική η ξένη, αν υπήρχε τοιαύτη και δεν ήτο πλάσμα της φαντασίας. Η Βεάτη έθηκεν αποφασιστικώς τον πόδα επί της πρώτης βαθμίδος, και αι σεσαθρωμέναι σανίδες έτρεμον υπό τα γόνατά της. Ευρώς και υγρασία διέπνεε διά των χωρισμάτων τούτων.

Το ταχύ δε ξημερώνοντας ερχόμενος διά να με ξαναεύρη μου είπε· θέλω να σταθώ εις τον λόγον μου διά το ότι εχθές σου έταξα· μα δεν θέλεις ιδεί το έργον, παρά ύστερον από μερικές ημέρες· επειδή και εκείνο που έχω να σου δείξω είνε ένα έργον, που δεν δύναται να τελειώση ετούτην την ημέραν. Στείλε ένα σκλάβον σου να εύρη έναν επιτήδειον σεντουκάν, και να έλθουν με αυτόν φορτωμένοι σανίδες ψιλές.

Κι' ενόσω απ' τ' αγκωνάρια αφτοί σκαρφάλωναν κρατώντας κοντάρια χαλκοτρόχιστα, να! ο Έχτορας μια πέτρα 445 αρπάει και φέρνει, πούστεκε εκεί μπροστά στην πόρτα, . χοντρή με μυτερή κορφή· τέτια από χάμου πέτρα γεροί διο αργάτες έφκολα δεν τη φορτώνουν τώρα μέσα σε κάρο, όμως αφτός τη χόρεβε και μόνος. 449 Πώς ο τσοπάνης έφκολα κριαριού κουρά με τόνα 451 σηκώνει χέρι και πολύ δεν τον λυγάει το βάρος, έτσι την πέτρα σήκωσε, και στις σανίδες ίσα πήγε, στις φράχτρες της μπασιάς, μαστροσφιγμένες στέριες αψηλοδίφυλλες, που διο απανωτοί από μέσα 455 σύρτες τις κλιούσαν με μονό καρφί συγκρατημένοι.