United States or Jamaica ? Vote for the TOP Country of the Week !


Μετά ταύτα εμβήκα εις άλλους θαλάμους και εκεί εύρον ένα κρεββάτι στολισμένον με ολόχρυσα σκεπάσματα, κεντημένα με μαργαριτάρια, πολυποίκιλα πετράδια· και από το ένα μέρος και από το άλλο ήσαν δύο διαμάντια μεγάλα ωσάν τα αυγά της στρουθοκαμήλου και ακτινοβουλούσαν καθώς ο ήλιος εις τον καθρέπτην.

Και οπόταν εγύρισα πολλούς οντάδες χωρίς να συναπαντήσω κανέναν, εμβήκα εις ένα περιβόλι μεγάλον καθ' υπερβολήν και θαυμαστόν και ωραίον· τα θαυμάσια δένδρα του ήταν γεμάτα από διαφόρους καρπούς τα άνθη και λουλούδια, τα συντριβάνια τα χρυσά γεμάτα από καθαρόν νερόν, και άλλα διάφορα πράγματα, που μου εξέστησαν τον νουν, είναι αδύνατον να περιγράψω.

Έπειτα εμβήκα εις άλλους θαλάμους και εκεί είδα την βασίλισσαν ένα λίθον ακίνητον και την εγνώρισα διά βασίλισσαν από το πολύτιμον στεφάνι, που είχεν εις την κεφαλήν και από τα πολύτιμα πετράδια και μαργαριτάρια που εφορούσε· και ολόγυρά της ήσαν ευνούχοι Αράπηδες όλοι απολιθωμένοι.

Εγώ επάνω εις τες διήγησες που ήκουσα διά την σταθερότητά σου προς την γυναίκα σου, εμβήκα εις περιέργειαν, και ήλθα εις το σπήτι σου υποκάτω εις την μορφήν του Οφφικιάλου, και ευθύς που μου εδιηγήθης την ιστορίαν σου με θάρρος και χωρίς αμφιβολίαν, έλαβα κλίσιν προς εσένα διά να σε βοηθήσω και να σε χαροποιήσω, και έκαμα με τον τρόπον που είδες.

Αφού δε κατεκλίθη: — Καλά όλ' αυτά, είπεν, αλλά μου φαίνεσθε νήφοντες, ω άνδρες· αυτό δε δεν είνε πράγμα που ημπορεί να επιτραπή, και επομένως πρέπει να πίωμεν διότι με αυτήν την συμφωνίαν εμβήκα. Εκλέγω λοιπόν εμαυτόν άρχοντα της πόσεως, έως ότου να πίετε και σεις αρκετά. Ας φέρουν λοιπόν, Αγάθων, αν υπάρχη, κανένα μέγα κύπελλον.

Εκεί μένοντας καμπόσον καιρόν εμβήκα εις την αυλήν του Βασιλέως διά τζοχαντάρης, και από ολίγον κατ' ολίγον, διά την καλήν μου δούλευσιν, ο βασιλεύς με έκαμε Βεζύρην του, ο οποίος με αγαπούσε κατά πολλά διά την καλήν μου κυβέρνησιν· μα ως εκεί δεν έπαυσεν η τύχη μου που να μη με κατατρέξη· κάποιος αξιωματικός της αυλής του Βασιλέως έλαβε φθόνον μέγαν εναντίον μου, και τόσον έκαμε, που ο Βασιλεύς απεφάσισε να με αποξενώση από την δούλευσιν του, διά να παύσουν τα σκάνδαλα.

Όθεν και εγώ, εάν δεν ηδυνάμην να ομιλήσω, όμως με τα κινήματα έδειχνα την ευγνωμοσύνην μου προς τον ευεργέτην μου· και αφού εμβήκα μέσα εκείνο το πλοίον έλαβε τοιούτον επιτήδειον και ευτυχή άνεμον ώστε εις πενήντα ημέρας εφθάσαμεν εις ένα λιμένα μιας μεγαλοπρεπούς και ωραιοτάτης πόλεως, βασιλικής καθέδρας ενός κραταιοτάτου βασιλέως που ήτο το πλουσιώτατον εμπόριον όλου του βασιλείου.

Την αυγήν πάλιν εμβήκα μέσα, και εσύναξα όσα εδυνήθην δακτυλίδια, σκουλαρίκια, και μαργαριτάρια από τους νεκρούς, ομοίως και παρά πολλά φορέματα και τα έβγαλα έξω, τα οποία ήταν ένας πολύτιμος θησαυρός· και πάλιν την δευτέραν εμβαίνοντας εις το υπόγειον εύρον μίαν βασιλικήν κορώναν χρυσήν με πολύτιμα και εξαίρετα πετράδια, ομοίως και άλλα φορέματα χρυσά και καινούρια, τα οποία τα εδίπλωσα, και τα έδεσα όλα μαζί ωσάν να ήταν διά πραγματείαν.

Τότε χωρίς να χάσω καιρόν, επεριπάτησα προς την δύσιν, και εις ολίγον διάστημα έφθασα εις την ρίζαν του βουνού, εκεί που κατά αλήθειαν εθεώρησα μίαν μεγαλωτάτην τρύπαν της οποίας το φοβερώτατον σκότος που εφαίνοντον με εμπόδιζεν από το να έμβω εις αυτήν· Μα εγώ πολλά βέβαιος εις τες ερμηνείες του Ασή δεν εφοβήθηκα τίποτε· εμβήκα χωρίς αντίρρησιν, και επεριπατούσα εις τα τυφλά, με το να ήμουν περικυκλωμένος από ένα βαθύτατον σκότος· αγροικούσα όμως ότι θα επήγαινα όλο εις τον κατήφορον, και περιπατώντας πάντοτε χωρίς να αναπαυθώ έλαβα αιτίαν να στοχασθώ, ύστερον από δεκαπέντε, ή είκοσι ώρες περιπάτημα ότι έκανε χρεία πως εγώ θα εκατέβαινα εις τα καταχθόνια να εύρω τα τελώνια της γης.

Επήρα τον ανήφορον, βαδίζων τον φράκτην-φράκτην εν μέσω αμπέλων και ελαιώνων, ανέβην εις το Κοτρωνάκι, εις τους Σακαλάρους, έφθασα εις του Βαραντά το ρέμμα, όπου «εκρότιζεν» ο τόπος, αλλ' εγώ δεν εκροτιζόμην· δεν είχα εις τον νουν μου στοιχειά και φαντάσματα, αλλά προαπήλαυα το «πεποικιλμένη». Διέσχισα πέρα-πέρα το ρέμμα, εμβήκα εις τον Μεγάλον Ανήφορον, στο Μεροβόλι, και τέλος με πολύ άσθμα και ιδρώτα έφθασα εις τον Άι-Λια.