Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 22 Ιουνίου 2025


Τότε εφούσκωσεν η θάλασσα και εσκέπασε το βουνόν έως εις τα θεμέλια του ναού· και ιδού είδα το πλοιάριον με έναν άνθρωπον που εκούπιζε και ήρχετο προς εμέ και εγώ ευθύς εμβήκα εις το πλοιάριον και ο άνθρωπος εκείνος ο μπρούντζινος εγύρισεν οπίσω και εκούπιζε με βίαν και χωρίς να ομιλήσω παντελώς εχαιρόμουν, που το όνειρον αλήθευσεν εις όλα.

Έτσι λέγοντας επήρα μίαν θηλιάν και εμβήκα εις το περιβόλι μου, επλησίασα εις το δένδρον που μου έδειξεν ο πατέρας μου, και μου εφάνηκε πολλά αρκετόν εις την βουλήν μου.

Εγώ δεν ημπορούσα να παρηγορηθώ διά τον χαμόν του αγαπημένου μου Σαέδ, και εκείνο που περισσότερον με εσύγχιζεν, ήτον που δεν ημπορούσα να καταλάβω το τι του εσυνέβη. Εμβήκα το λοιπόν εις μίαν μεγαλωτάτην απελπισίαν και αποφάσισα να χαθώ και εγώ εις εκείνο το νησί. Εγώ υπάγω, έλεγα, να περιπατήσω όλον ετούτο το νησί ή να εύρω τον Σαέδ ή να συναπαντήσω τον θάνατον.

Και εκεί που εστοχαζόμουν μεν να την εξυπνήσω, βλέπω εκεί επάνω εις μίαν πλάκα κάποια γράμματα σκαλισμένα. Εγώ εμβήκα εις υποψίαν, μήπως και εις εκείνην την πλάκα στέκει κρυμμένη καμμία μαγεία, και ηθέλησα διά να την ανασείσω από εκεί και, ευθύς που την εσήκωσα εκείνη η νέα εξύπνησε με ένα μέγαν αναστεναγμόν.

Επέρασα το επίλοιπον εκείνης της ημέρας περιπατώντας ένθεν κακείθεν, μήπως και εύρω καμμίαν στράταν να έβγω έξω, αλλά ματαίως· την ερχομένην νύκτα, διά να φυλαχθώ από τους δράκοντας, εμβήκα εις μικρόν σπήλαιον, που μόλις με εχωρούσε και με μεγάλες πέτρες έκλεισα την θύραν του σπηλαίου διά προφύλαξίν μου.

Εγώ δεν ήμουν μάρτυρας ήσυχος εις τα όσα έβλεπα, εξεμάκρυνα το ογληγορώτερον από τον Τζαντάλ, και εμβήκα εις έναν κάμπον όλος συγχισμένος, και επεριπάτησα προς μίαν στράταν γεμάτην από ωραιότατα δένδρα.

Και επάνω εις αυτό εμβήκα εγώ εις τον οντά που αυτοί ήταν, φερνόμενος εκεί από τον ευνούχον, ο οποίος, εις το έβγαλμά μου από το λουτρόν, με ένδυσε με πλούσια φορέματα, και μου έβαλεν ένα φακιόλι διμένον με πανί της Ινδίας, κεντημένον με πολύ χρυσάφι.

Εμβήκα λοιπόν εις συντροφιάν με ένα γνώριμόν μου πραγματευτήν και αγοράσαμεν διάφορες πραγματείες διά να τες πουλήσωμεν εις το Σουράτ, και από εκεί να φέρωμεν άλλες εις την Μπάσραν.

Εγώ εις εκείνο το αναμεταξύ, που ο βασιλεύς ευρίσκονταν μαζί με τον Αλή, ήλθα εις περιέργειαν διά να ιδώ τον βασιλέα, και απεφάσισα να έμβω εκεί που αυτός ωμιλούσε με τον Αλή. Εμβήκα λοιπόν ωσάν θυγατέρα του ζωγράφου, μην υποπτεύοντας κανένα εναντίον· μα εγελάσθηκα. Ο βασιλεύς ευθύς που με είδεν ετρώθη από τον έρωτα διά εμένα, το οποίον καταλαμβάνοντας το ετραβήχθηκα από εκεί.

Περνάνε, φεύγουνε μακριά, Κι' ακούγονταν ακόμα Εκείνο το τραγούδι τους... 'Σταίς φλαμουριαίς εμβήκα, Σε λόγκο, λόγκο απέραστο. Εκεί το τέλος 'βρήκα Απ' τον Παράδεισο. Σιμάτης Κόλασις το χώμα . . . . Εκ του χάσκω, χαίνω. Ο κενός, άπειρος και χαίνων τόπος.

Λέξη Της Ημέρας

συγκατάνευσε

Άλλοι Ψάχνουν