United States or Fiji ? Vote for the TOP Country of the Week !


Πέρασε από τ' Αρκάδι, πήρε πλάγι τον ουρανόγγιχτο Ψηλορείτη, διάβηκε του Ασώματου την κοιλάδα, κι ώσπου να φτάση στην Κρύα Βρύση, είταν τα χαρτιά του γεμάτα σημείωσες αρχαιολογικές, τοπογραφικές, ιστορικές, καθετίς πούβλεπε ή που άκουγε από χωρικούς κι από καλογέρους. Σκοπός του αυτό το ταξίδι να μαζέψη υλικό για βιβλία δεν είταν, αυτό το είχε καμωμένο σε ταξίδια προτητερινά.

Διότι ως και αυτά ακόμη τα βαθουλά μέρη της, τα οποία είναι γεμάτα από νερόν και αέρα παρουσιάζουν έν είδος χρώματος, διότι γυαλίζουν μέσα εις τα πολλά και διάφορα άλλα χρώματα, ώστε η θεωρία της να παρουσιάζηται ωσάν έν αδιάκοπον όλον με πολλά και διάφορα χρώματα.

ΔΩΓΚΑΝ Τον Μάκβεθ και τον Βάγκον αυτό δεν τους ετάραξε; ΑΞΙΩΜΑΤΙΚΟΣ Ω ναι, όσον ταράζει το λεοντάρι ο λαγός ή αετόν σπουργίτης! Ήσαν κ' οι δυο, — διά να 'πώ αληθινά πώς ήσαν, — ωσάν κανόνια με διπλά γεμίσματα γεμάτα!

Και μια βαθιά σιγαλιά όλο μυρωδιές έπεφτε με τις σκιές από τους φράχτες, και όλα ήταν ζεστά και γεμάτα λησμονιά σ’ εκείνη τη γωνιά του κόσμου, περιφραγμένη από τις φραγκοσυκιές σαν από τείχος βλάστησης, τόσο που ο ξένος, μόλις έφτασε μπροστά στο καλύβι έπεσε πάνω στη χλόη και επιθυμούσε να μη συνεχίσει το ταξίδι.

Θα μας έπερνε για τρελλούς, που μέσα στο ήσυχό του χωριό ζητούμε φυτρωμένες ιδέες! Αν είχε ποτές πατήση το πόδι του σε τόπους λεύτερους, θάβρισκε &δάση& αλάκερα, ιδέες γεμάτα. Εδώ ανδριάντα, εκεί τάφο, παρέκει Στρατώνα, παρακάτω Βουλές, μουσεία, βιβλιοθήκες, θέατρα, — ατέλειωτα δάση από ιδέες, που ως τα ουράνια πηγαίνουνε τα κλωνιά τους, κι ως τα σπλάχνα της γης οι ρίζες τους!

Τα μαγαζάκια έξω του χωριού μέσα εις καταπρασίνους κήπους, γεμάτα πλοιάρχους, εγελοκοπούσαν, κ' η βάρκες εκουβαλούσαν πρωί-βράδυ τροφάς νωπάς, σφακτά τετράπαχα και δροσερά λαχανικά διά τον αραγμένον στολίσκον, ου τα πλείονα πλοία προωρισμένα διά την Μαύρην θάλασσαν ήθελαν ν' αποχαιρετίσωσι τα δροσερά της Ανατολής ζαρζαβατικά.

Αναβάνοντας όλα αυτά η καημένη η Κώσταινα στο νου της, κύτταζε την Παναγιά στα μάτια, κι' έχοντας τα δικά της τα μάτια γεμάτα δάκρυ και κάνοντας το σταυρό της έλεγε: — Παναγίτσα μ', κάνε το θάμα σ'!

Τα γεμάτα από θάλασσαν χανδάκια, τα οποία ήσαν ολόγυρα εις την αρχαίαν μητρόπολιν, κατά πρώτον μεν τα εγεφύρωσαν και έκαμαν δρόμον να πηγαίνη κανείς έξω και μέσα έως εις τα βασιλικά παλάτια.

Τα μικρά χωρίσματα των λουτρών, τα χωρίς πόρτες μπρος, δείχνανε τα πλακάκια του δαπέδου γεμάτα σαπουνάδες. Ο Ρένας, άρχισε να βγάζει γλήγορα-γλήγορα τα ρούχα του. Η άχνα του νερού τον μεθούσε. Χλιαρό, χαδιάρικο, αισθαντικό το νερό, του ξανάφερνε στο νου τη ζωή των ανθρώπων και της πολιτείας. Στην επαφή του ζεστού νερού γινότανε πάλι ο πολιτισμένος και όπως πρέπει άνθρωπος.

Κι' αλήθεια τα ποδήματά του ήτανε ξεσχισμένα και γεμάτα σκόνη και τα ρούχα του σπαραγμένα απ' ταγκάθια του δρόμου.