United States or Albania ? Vote for the TOP Country of the Week !


Εβάδιζον με την ασθενή ελπίδα ότι θα υπήρχε σιμά κάπου, αν όχι καλύβη χωρικού, τουλάχιστον μανδρίον ποιμένος, και ότι θα εύρισκον ψυχήν συμπονούσαν εις την δυστυχίαν των.

Όταν έφθασαν εις ελεύθερον χώρον, οπόθεν εφαίνετο ήδη η φλεγομένη πόλις, ο Απόστολος, αφού έκαμε τρις το σημείον του σταυρού επί της Ρώμης, εστράφη προς τον Βινίκιον και είπε: — Μη φοβού. Η καλύβη του λατόμου είναι πλησίον εδώ. Θα εύρωμεν εκεί την Λίγειαν μετά του Λίνου και του πιστού υπηρέτου της. Ο Χριστός, όστις σου την προώρισε, την έσωσε προς χάριν σου.

Η νέα έσπευσε να προσφέρη αυτή τον μόνον σκίμποδα, όστις ευρίσκετο εν τη καλύβη. Καθίσασα η ξένη έρριψε παρατεταμένον βλέμμα επί της κόρης. Αύτη ησθάνθη ηλεκτρικήν την επίδρασιν του βλέμματος τούτου, και εταπείνωσε τους οφθαλμούς. — Αϊμά, σε λυπούμαι, κόρη μου, είπεν η ξένη. — Διατί με λυπείσθε; είπεν Αϊμά. — Διότι σε αγαπώ, απήντησεν η ξένη. — Και πώς με γνωρίζετε;

Πλησίον της θύρας ήτον η καλύβη, ικανώς λευκάζουσα, με εξωτερικόν όχι πολύ ακμαίον ούτε καθάριον. Εφαίνετο ότι προ πολλού χρόνου δεν είχεν ασβεστωθή, κ' εμαρτύρει περί της αρρωστίας της οικοκυράς. Αταξία εργαλείων, χόρτων και δεμάτων υπήρχεν έμπροσθεν ταύτης. Η θύρα ήτο κλειστή. Τα δύο παράθυρα κλειστά.

Η καλύβη αυτή ήτο τόσον παλαιά και ερειπωμένη, ώστε ενόμιζες ότι θα πέση· ήτο ωσάν να μη ήξευρεν η ιδία απο ποίον μέρος να πέση, και διά τούτο έμενεν ορθή. Ο δε άνεμος εφυσούσε με τρομεράν δύναμιν, και το παπί εκάθισε χαμηλά διά να μη το πάρη η τρικυμία. Τότε παρετήρησεν ότι η θύρα της καλύβης είχε στραβώσει, και έμενε μία τόσον μεγάλη χαραγματιά, ώστε ημπορούσε να περάση διά μέσου.

Πάν ό,τι με διατάξης θα το πράξω: συ δε ειπέ μοι, τι δύναμαι να πράξω ακόμη. — Να αγαπάς τους ανθρώπους ως αδελφούς, απήντησεν ο Απόστολος, διότι διά της αγάπης δύνασαι να τον υπηρετήσης, εκείνος δε θα σε ευλογή, σε και τον οίκον σου. Η καλύβη του λατόμου ήτο είδος άντρου ωρυγμένου εις το κοίλωμα του βράχου του κλεισμένου εκ του ενός μέρους διά τοίχου από χώματα και σχοίνους.

Άλλοτε, όταν ήταν κατάκοιτος στην καλύβη μπρος στα κύματα και όλοι έφευγαν μακρυά από τη βρώμα των φρικτών πληγών του, τρεις άνθρωποι μολαταύτα τον παράστεκαν: ο Γκορνεβάλης, ο Ντινάς ντε Λιντάν, και ο Βασιληάς Μάρκος. Τώρα ο Ντινάς ντε Λιντάν και ο Γκορνεβάλης μένανε πάλι στο προσκέφαλό του.

Αλλ' η κόρη εκείνη άλλης γενεάς, η γυνή του 1821, το γέννημα των Καλαρρυτών της Ηπείρου, η θυγάτηρ του Χρήστου Καρέλη, δεν ελησμόνει εν τη πενιχρά της και σκοτεινή καλύβη την Ελλάδα.

Η δευτέρα αύτη σκέψις προήλθεν εκ της επιθυμίας ην είχεν όπως κρύψη τα χρήματα χωρίς να τον ίδη η γυνή, εντός της καλύβης, κατά την στιγμήν ταύτην, καθ' ην αύτη ήτο ηναγκασμένη να κρατήση συντροφίαν εις τον ξένον. Όσον διά τους δύο νεαρούς Γύφτους, ούτοι ευρίσκοντο εισέτι εν τη καλύβη. Ο γέρος εισελθών είπε προς αυτούς·Σύρτε να ιδήτε ένα παράξενο πράγμα έξω. — Τι παράξενο; είπεν ο Μάχτος.

Έκαμα τον σταυρόν μου εκεί εις το ύπαιθρον, ανέβην επί δένδρου, του οποίου ο κορμός υψούτο παρά την πύλην, επήδησα τον τοίχον και ευρέθην εκτός του χωρίου ελαφρός και αδέσμευτος. Έτρεξα δρομαίος προς την καλύβην όπου ο Παντελής υπεσχέθη να με περιμείνη. Αλλά δυο ημερόνυκτα παρήλθον έκτοτε. Περιμένει αρά γε εισέτι; Η καλύβη ήτο κλειστή.