United States or New Caledonia ? Vote for the TOP Country of the Week !


Καλά που ήρθαμε και το στρώσαμ' εδώ, είπεν ο Νικολός· εάν κανέν' απ' αυτά τα κοριτσάκια τώρα εξεθάρρευε ν' ανεβή παραπάνω, ή αν ταις ήρχετο να παν να προσκυνήσουν ως την εκκλησιά — ή αν ταις είχε δώσει παραγγελία η μαννού τους ν' ανάψουν τα καντήλιαπου προλάβαμε ημείς και τ' ανάψαμεβέβαια θα μας έβλεπαν να σκάβουμε 'κει απάνω.

Ειπέ εις τον Βινίκιον, ότι θα χαρώ να τον ίδω, υπέλαβεν ο Νέρων, και σύστησέ του εξ ονόματός μου, να μη λείψη από τους αγώνας, εις τους οποίους θα μετάσχωσιν όλοι οι χριστιανοί. Ο Πετρώνιος ανησύχησεν από τους λόγους τούτους, οίτινες, κατ' αυτόν, αφεώρων αμέσως την Λίγειαν. Ανέβη εις το φορείον του, διατάξας να ταχύνωσι το βήμα και να τον οδηγήσουν εις τον οίκον του Βινικίου.

Ραψωδία Φ Τότετον νου της έβαλεν η γλαυκομμάτ' Αθήνη, της Πηνελόπης φρόνιμης του Ικαρίου κόρης, τόξο και σίδερο λευκό να θέση των μνηστήρων, αγώνα και του φόνου αρχήν, 'ς το σπίτι του Οδυσσέα. και την υψηλήν κλίμακα του δόμου της ανέβη, 5 'ς τ' απαλό χέρι το κλειδί πήρε γυρτόν, ωραίο, χάλκινο, μ' ελεφάντινο χερούλι εφοδιασμένο.

Ραψωδία Γ Και ανέβη ο Ήλιος, 'π' άφησε την ωραιοτάτη λίμνη, εις τον πολύχαλκο ουρανό, προς τους θεούς να λάμψη, και τους ανθρώπους τους θνητούςτην γη την σιτοδώρα.

Κάθε μέρα γινόταν πιο αδύνατη, πιο μυτερή στο πρόσωπο. Κάθε φορά που ήθελ' ανεβή τα λίγα πέτρινα σκαλοπάτια απ' την κουζίνα, που ήτονε στο υπόγειο, ως τη χωματένια την αυλή, σταματούσε κι ακκουμπούσε και τα δυο της τα χέρια στα γόνατα, για να πάρη ανάσα· η μύτη της κέρωνε και τα ρουθούνιά της ανοιγοκλείνανε σαν τις φτερούγες μιας άσπρης πεταλούδας.

Και εις αυτό το αναμεταξύ που αυτοί εθρηνούσαν και εγύρευαν τον βασιλέα τους, αυτός ο ευτυχισμένος βασιλεύς ευρίσκονταν εις την ακμήν της ευτυχίας του, εις το νησί Χαρμοστάν, εις το οποίον εφέρθη διά προσταγής της Κεριστάνης. Ετούτη η Βασίλισσα αφού ανέβη εις τον θρόνον, έβαλεν όλην της την επιμέλειαν εις τες διόρθωσες του βασιλείου της και εις τον καλλωπισμόν της μεγαλειότητός της.

Μετά τούτο μοι είπον οι ιερείς ότι ο βασιλεύς ούτος κατέβη ζων όπου οι Έλληνες υποθέτουσιν ότι είναι ο άδης, ότι εκεί έπαιζε τους κύβους με την Δήμητρα, ότι άλλοτε μεν την ενίκα, άλλοτε δε ηττάτο υπ' αυτής, και ότι λαβών παρ' αυτής δώρον χειρόμακρον χρυσούν, ανέβη πάλιν εις την γην.

«Δόστε, Ιθακήσιοι, προσοχήν εις ό,τι θα σας είπω• και των μνηστήρων μάλιστα τούτα εξηγώ και λέγω• γιατίαυτούς μέγα κακό θα πέση• δεν θα μείνη ο Οδυσσηάς πολύν καιρό μακράν των ποθητών του. ήδη κοντά 'ναι και όλεθροόλους αυτούς φυτεύει• 165 και άλλοι εγκάτοικοι πολλοί της φωτεινής Ιθάκης θα πάθουμε• αλλά σύγκαιρα πολύ να βουλευθούμε, πώς να τους εμποδίσουμεν, ή εκείνοι ας παύσουν πρώτοι• ότι καλό παντάπασι γι' αυτούς τούτο δεν είναι. δεν προμαντεύω ανήξερος, αλλά καλά γνωρίζω• 170 και λέγ' ότι τελειωθήκαν εκείνου όσα τότ' είχα του προειπή, 'σαν ώρμησαντο Ίλιον οι Αργείοι, και ανέβη και ο πολύγνωμος μ' εκείνους Οδυσσέας• είπ', αφού πάθη πάμπολλα, και χάση τους συντρόφους, το εικοστόν έτος, άγνωστος εις όλους, θα επανέλθη 175 εις την πατρίδα• και όλ' αυτά ιδού λαμβάνουν τέλος».

Είναι δε σημειωμένα με χαρακτήρας Αιγυπτιακούς πόσα εξωδεύθησαν διά τους εργάτας εις ράπανα, κρόμμυα και σκόροδα· και καθ' όσον δύναμαι να ενθυμηθώ, η επιγραφή, την οποίαν μοι εξήγησεν ο διερμηνεύς, εδείκνυεν ότι το ποσόν ανέβη μέχρι χιλίων εξακοσίων αργυρών ταλάντων.

Ανέβη λοιπόν ο μικρός Κλώσος εις την σκέπην του κτιρίου, και εβολεύθη όπως καλλίτερα ημπορούσε διά να κοιμηθή. Αλλά απ’ εκεί επάνω ημπορούσε να βλέπη τι εγίνετο μέσα εις την οικίαν, διότι τα παραθυρόφυλλα δεν εσκέπαζαν τα παράθυρα έως επάνω. Είδε λοιπόν μίαν μεγάλην τράπεζαν στρωμένην, και επάνω εις την τράπεζαν κρασί και κρέας ψητόν και έν μεγάλον ψάρι.