United States or Mongolia ? Vote for the TOP Country of the Week !


Μήτε απελπισμό ξέρω μήτε απελπισία· πώς να σου το πω; Είναι πιο μεγάλο το κακό μου και γιατρεμό δεν έχει. Είναι η ανελπισιά. Εσύ που πολεμάς με τους δασκάλους, εσένα που οι δασκάλοι σε πολεμούνε, το στομάχι σου είναι γερό κι από τέτοια δε νοιώθεις.

Ένα πουλί είναι απ' όλα το πιο καλό, να πολεμάς για τη γλυκιά πατρίδα. Τι τάχα εσύ τον πόλεμο φοβάσαι και τους φόνους; Τι κι' αν οι άλλοι πέφτουμε με τις χιλιάδες όλοι 245 στα πλοία ομπρός, μα φόβο εσύ να σκοτωθείς δεν έχει, τι είναι η καρδιά σου απόλεμη, δειλιάζει αν δει κοντάρι.

Λοιπόν αν έρθει εδώ κανείς θεός να δοκιμάσει, μη θες εσύ με τους θεούς να πολεμάς τους άλλους 130 έτσι ανοιχτά· μα αν του Διός η κόρη η Αφροδίτη έρθει στη μάχη, τρύπα την αφτή με το κοντάριΈτσι είπε, και τον άφισε η φοβερή Παλλάδα, κι' εκείνος πάει στους μπροστινούς και ξανασμίγει πάλι.

Τότες ο Δίας απαντάει βαριά αγαναχτισμένος 30 «Καλότυχη, μα τι λοιπόν! τόσα κακά σου κάνουν ο Πρίαμος κι' όλοι του οι γιοί, που πολεμάς αιώνια να τους ρημάξεις σύριζα τη μυριοπλούσια χώρα; Ας δύνουσουν μονάχα εσύ να μπεις στο κάστρο μέσα κι' ωμό να φας τον Πρίαμο, να φας και τα παιδιά του 35 μ' όλους τους Τρώες, τότες πια θα χόρταινε ο θυμός σου.

ΜΙΚ. Δεν το νομίζω αυτό μόνον εγώ, Πυθαγόρα, αλλά και συ ο ίδιος όταν ήσουν Εύφορβος εστόλιζες τα μαλλιά σου με χρυσόν και άργυρον για να πηγαίνης να πολεμάς εναντίον των Αχαιών και πού; εις τον πόλεμον όπου είναι προτιμότερον να σιδηροφορή κανείς παρά να χρυσοφορή• όμως συ και τότε ενοούσες να έχης δεμένα με χρυσόν τα μαλλιά σου και να πηγαίνης εις τας μάχας.

Ένας ένας, όποιος προβάλη να σε χτυπήση, ένας ένας θα τσακιστή και θα πέση, τι να κάμη; Εσύ έπαθες πολλά, εγώ για σένα ήθελα να χύσω ένα δάκρι, που μέσα του να είναι όλα τα δάκρια της καρδιάς μου, που με το δάκρι μου αφτό να κλάψω τα βάσανά σου όλα μαζί. Εσύ αιώνες κ' αιώνες ζης, πολεμάς, κι αναστενάζεις.

Αυτά 'πε, και άναψεν η οργή της Αθηνάς ακόμη· και θυμωμένη ωνείδισε πικρά τον Οδυσσέα· 225 «Μ' άλλην ψυχή, μ' άλλην ανδρειά, σ' εγνώρισ', Οδυσσέα, εννέα χρόνους άκοπα να πολεμάς τους Τρώαις, χάριν της θεογέννητης Ελένης λευκοχέρας, κ' εις δειναίς μάχαις φόνευσες άνδραις πολλούς και ο νους σου έρριξε την πλατύδρομην την πόλι του Πριάμου. 230 πώς τώρα, ενώτο σπίτι σου καιτα καλά σου φθάνεις, πονεί σ' ανδρείος να δειχθής επάνωτους μνηστήραις; στάσουτο πλάγι μου, ω καλέ, κ' έργον ιδέ, να μάθης πώς ο Αλκιμίδης Μέντορας, 'ς εχθρούς πολλούς αντίκρυ, είναι τα ευεργετήματα καλός ν' ανταποδώση». 235

Είχε κατέλθει εθελοντής, διά να ελευθερώση την Κρήτην αλλά μετ' ολίγας ημέρας αφήκε την νήσον εις την τύχην της. Πέρυσι, κατά το θέρος, τον επανείδα εδώ. — Τι γίνεσαι; τον ερωτώ. Τι δουλειές πολεμάς; — Καλλιεργώ δερβισιλίκι, μου απαντά. — Καλλιεργείς δερβισιλίκι; επανέλαβα μη εννοήσας. Ο κούτσαβος εγέλασε. — Δεν τη καταλαβαίνεις του λόγου σου αυτή τη γλώσσα. Δερβισιλίκι είνε η λεβεντιά.

Μα τι τα θέλει κι' όλα αφτά μου τ' αναδέβει ο νους μου; Με δίχως τύχη αν πολεμάς θεοπροστάτεφτο άντρα, μεγάλο δεν αργεί κακό να βγει σου στο κεφάλι. Έτσι πιος θάβρει φταίξιμο αν δει πως τάχα ομπρός του 100 τραβιούμαι, αφού στον πόλεμο θεός τον διαφεντέβει; Μα ας είταν κάπου νάβρισκα τον αντριωμένο μου Αία!

Πρώτη φορά στην περίφημη την Ελλάδα, προσπάθησε ένας ποιητής να φτειάξη τέτοια βαρκούλα, πρώτη φορά πολεμάς για χατίρι Μιανής και Μιανής δόξα. Πολλοί κάμνουνε και κάμανε στίχους, πότε για τη μια, πότε για την άλλη. Εγώ για σένα μόνο μιλώ, και δίχως να πω τόνομά σου, ο κόσμος ξέρει ποια είσαι. Λοιπόν ήσυχη να μείνης.