United States or Mozambique ? Vote for the TOP Country of the Week !


Αυτά 'πε και το δίκουπο του εγχείρισε ποτήρι 120 ο ήρωας Ατρείδης^ κ' έφερε και απόθωσ' έμπροσθέν του τον σπιθοβόλον αργυρόν κρατήρα ο Μεγαπένθης• κ' η Ελέν' η ευμορφοπρόσωπη τότ' ήλθε με τον πέπλοτα χέρια κ' είπε• «Τέκνο μου, τούτο κ' εγώ το δώρο από τα χέρια θύμημα σου δίδω της Ελένης, 125 να το 'χηςτην ποθούμενη των γάμων σου την ώρα, η νύμφη σου να το φορή• και ως τότ' η αγαπητή σου μητέρα σπίτι ας το φυλά• και συ χαίρε μου και άμετο δώμα το καλόκτιστο, 'ς την γη την πατρική σου».

Περισσότερον παρά πάντα άλλον είναι δυνατοί να μας βοηθήσουν, αρκεί να θελήσουν, διότι έχουν πλείστον χρυσόν και άργυρον, μέσα, τα οποία μεγίστην έχουν δύναμιν και εν τω πολέμω και εις όλα τα άλλα. Ας πέμψωμεν επίσης προς τους Λακεδαιμονίους και τους Κορινθίους, παρακαλούντες αυτούς να σπεύσουν ενταύθα εις βοήθειάν μας και να ανακινήσουν τον εκεί πόλεμον.

Επέβη λοιπόν εις πλοιάριον κακούργων ανθρώπων, οι οποίοι εννοήσαντες ότι είχε μαζύ του πολύν χρυσόν και άργυρον, όταν έφθασαν εις τα μέσα του Αιγαίου, απεφάσισαν να τον φονεύσουν.

Κατά το ακόλουθον θέρος, άμα ήρχισεν η άνοιξις, οι των Αθηναίων πρέσβεις επέστρεψαν εκ της Σικελίας και μετ' αυτών οι των Εγεσταίων φέροντες μεθ' εαυτών εξήκοντα τάλαντα εις άργυρον διά μηνιαίον μισθόν εξήκοντα πλοίων, τα οποία έμελλαν να παρακαλέσουν τους Αθηναίους να τους στείλουν.

Ωστόσον εις το σπίτι του τον μέγαν Οδυσσέα έλουσε και άλειψε η καλή κελλάρισσα Ευρυνόμη, και φόρεμα τον ένδυσεν ωραίον και χιτώνα· 155 αλλ' η Αθηνά του λάμπρυνε το σώμα, να φαντάζη τρανώτερος, παχύτερος, και από την κεφαλή του σγουρήν την κόμην έσυρε 'πώμοιαζε ανθούς του κρίνου. και, ως όταν εις τον άργυρον χρυσάφι περιχύνη τεχνίτης, οπ' ο Ήφαιστος κ' η Αθήν' έχουν διδάξει 160 μ' εντέλεια να φιλοτεχνή χαριτωμένα έργα, όμοια και αυτούτην κεφαλή, 'ς το σώμ', έχυσε χάρι· καιτην μορφήν ωσάν θεός εβγήκε απ' τον λουτήρα, κ' εγύρισεν εις το θρονί 'που 'χε καθίσει πρώτα, της γυναικός του απέναντι, και προς εκείνην είπε· 165 «Ω τρομερή, 'που σού 'πλασαν, 'ς των θηλυκών το γένος, την απονώτερην ψυχήν οι κάτοικοι του Ολύμπου· ποι' άλλη γυνή θα 'μενε με ασύντριφτην καρδίαν ανάμερ' απ' τον άνδρα της, 'που, αφού πολλά 'χει πάθει, τον χρόνον θα 'φθανε εικοστόντην γη την πατρική του; 170 αλλ' έλα, κλίνην στρώσε μου, βυζάστρα, να πλαγιάσω και μόνος· ότι σίδερον έχειτα σπλάνα εκείνη».

Και αυτό μεν πρέπει να ειπούμεν ότι είναι έν και μία αιτία διά να μη θέλη η πόλις να επιδιώκη ούτε τούτο ούτε κανέν άλλο καλόν έργον, αλλά από απληστίαν διά τον χρυσόν και τον άργυρον είναι πρόθυμος έκαστος άνθρωπος να ανέχεται πάσαν τέχνην και εφεύρεσιν είτε έντιμον είτε άτιμον, εάν πρόκειται να γίνη πλούσιος, και να εκτελή πάσαν πράξιν είτε ευσεβή είτε ασεβή και όλως αισχράν, χωρίς να στενοχωρήται διόλου, αρκεί μόνον να έχη τα μέσα καθώς το ζώον διά να φάγη πολλών ειδών φαγητά και να πίη επίσης και να απολαύση όλας τας ηδονάς των αφροδισίων.

Δεν μεταχειρίζονται δε μήτε άργυρον μήτε σίδηρον, καθότι δεν ευρίσκονται εις την χώραν των αυτά τα μέταλλα· χρυσού όμως και χαλκού υπάρχει αφθονία. Ιδού δε και τα έθιμα αυτών. Έκαστος νυμφεύεται μεν μίαν γυναίκα, τας έχουσιν όμως όλας μεταξύ των κοινάς. Οι Έλληνες λέγουσιν ότι πράττουσι τούτο οι Σκύθαι· και όμως δεν το πράτουσιν οι Σκύθαι, αλλ' οι Μασσαγέται.

Τους ακούεις να λέγουν• Χρυσόν και άργυρον, μα τον Ηρακλέα, δεν επιθυμώ• ένας οβολός μου είνε αρκετός δια ν' αγοράσω λούπινα. Το ποτόν μου παρέχει η βρύση ή ο ποταμός Μετ' ολίγον δε ζητούν όχι οβολούς, ούτε ολίγας δραχμάς, αλλά περιουσίας ολοκλήρους.

Λοιπόν του νοήμονος πολιτικού ο πόθος είναι, κατά την γνώμην μας, όχι αυτό που νομίζουν οι περισσότεροι, ότι δηλαδή πρέπει αληθής νομοθέτης να ποθή να γίνη όσον το δυνατόν μεγαλιτέρα η πόλις εις την οποίαν νομοθετεί με εύνοιαν, και πλουσία, και έχουσα πολύν χρυσόν και άργυρον, και κυριαρχούσα κατά ξηράν και κατά θάλασσαν όσον το δυνατόν περισσοτέρους.

Λέγει μ ο υ σ ι κ ή μ ε ή χ ο ν α ρ γ υ ρ ό ν, διότι δεν σας φέγγει τίποτε χρυσόν εσάς. Τότ’ η μουσική με ήχον αργυρόν μας παρηγορεί και μας βαλσαμώνει. Α’ ΜΟΥΣΙΚΟΣ Τι παληάνθρωπος είναι αυτός; Β’ ΜΟΥΣΙΚΟΣ Να 'πάγη να χαθή! Έλα, πηγαίνωμεν μέσα. Ν' ακο- λουθήσωμεν το λείψανον, κ' έπειτα τρώγομεν εδώ. Οδός εις Μάντουαν.