United States or Comoros ? Vote for the TOP Country of the Week !


Επέστρεψε στις κυράδες του και ξάπλωσε στην ψάθα. «Έκανες καλά που ήρθες εδώ», είπε η ντόνα Έστερ σκεπάζοντάς τον με ένα χράμι και η Νοέμι έσκυψε κι εκείνη, του πήρε το σφυγμό, του έπιασε το μπράτσο προσπαθώντας να τον πείσει να μπει στο κρεβάτι. «Αφήστε με εδώ, ντόνα Νοέμι μου», βογκούσε χαμογελώντας, αλλά τα μάτια του ήταν απλανή σαν εκείνα ενός τυφλού, σκεπασμένα ήδη με τον πέπλο του θανάτου. «Εδώ είναι η θέση μου

Αυτό κράτησε όμως μια στιγμή μόνο, και να που την κάλυπτε και αυτή ένα πέπλο, έχανε τη δύναμή της, ξαναγινόταν φάντασμα και ο Έφις ένοιωσε πόνο, λες και ήταν ο Τζατσίντο που πέθαινε και όχι εκείνος. «Έφις, έλα, έλα! Τι κάνεις; Δε μου μιλάς; Για σένα έχω έρθει, ξέρεις. Είμαι εδώ. Δεν θέλανε να μ’ αφήσουν να μπω κι εγώ πήδησα τον τοίχο. Έλα, κοίταξέ με

ΒΕΡΑΛΔΟΣ Για τον απλούστατο λόγο, αδελφέ μου, ότι τα ελατήρια της μηχανής μας είνε μυστήρια σε βαθμό που οι άνθρωποι δε βλέπουν τίποτα, και ότι η φύσις έβαλ' εμπρός στα μάτια μας ένα τόσο πυκνό πέπλο, που είνε αδύνατο να διακρίνωμε τίποτα. ΑΡΓΓΑΝ Κατά τη γνώμη σου λοιπόν οι γιατροί δεν ξαίρουν τίποτα; ΒΕΡΑΛΔΟΣ Ακριβώς, αδελφέ μου.

Από τον πνεύμονα υποφέρετε. ΑΡΓΓΑΝ Από τον πνεύμονα; ΤΟΥΑΝΕΤΤΑ Ναι. Τι αισθάνεσθε; ΑΡΓΓΑΝ Αισθάνομαι από καιρού εις καιρόν πονοκεφάλους. ΤΟΥΑΝΕΤΤΑ Ακριβώς· ο πνεύμων. ΑΡΓΓΑΝ Νομίζω κάποτε πως έχω ένα πέπλο 'μπρός στα μάτια μου. ΤΟΥΑΝΕΤΤΑ Ο πνεύμων. ΑΡΓΓΑΝ Έχω κάποτε αναγούλες. ΤΟΥΑΝΕΤΤΑ Ο πνεύμων. ΑΡΓΓΑΝ Αισθάνομαι κάποτε κούρασι σε όλα μου τα μέλη. ΤΟΥΑΝΕΤΤΑ Ο πνεύμων.

Γνωρίζεις τώρα κάλλιστα τι ο πατήρ σου μέλλει να πράξη διά σε. Έξελθε και λάβε μαζή σου υπό τον πέπλο σου τον αδελφόν σου, τον μικρόν Ορέστην. Ιδού, ήλθεν ευπειθής εις την πρόσκλησίν σου. Όσον διά τα λοιπά, θα ομιλήσω και επί παρουσία της. ΙΦΙΓΕΝΕΙΑ μετά του 0ΡΕΣΤ0Υ και οι ΑΝΩΤΕΡΩ

Αντίκρυ του η μουριά με τα κλαδιά ολόρθα κι άτρεμα τα φύλλα της, έμοιαζε σβυσμένο μανουάλι απάνω στον τάφο των πάππων του. Πέρα κι απόπερα μαυρειδερά απλώνονταν τα χτήματα με τους φράχτες, με τις φυτιές, με τα σπίτια και τα μαντριά τους. Όλα μαυρειδερά σαν ν' άπλωσε καλόβουλη κυρά η νύχτα τον πέπλο της για να κρύψη το μυστικό της Πλάσης. Ποιο μυστικό ; θα πης. Τ' άγιο και τ' ολοφάνερο.

Για το κάθε θύμα ψιθυρίζουν τα ψηλά άλση και τα δασωμένα άντρα· τα λουλούδια βγάζουνε μελαγχολική ευωδιά από τα μπουμπούκια τους· ταηδόνι μυρολογάει στους γκρεμνούς και το χελιδόνι μες στις φιδωτές λαγκαδιές· όμοια οι σάτυροι κ' οι φαύνοι με το μαύρο πέπλο βογγάνε, κ' οι νεράιδες μες στο ρουμάνι λυώνουν στα δάκρυα.

Κρατούσε με κόπο από το μπράτσο μια γυναίκα, που έτρεμε, πούχε ανάστημα μεγαλόπρεπο, κ' έλαμπε ολόκληρη μέσα σε πετράδια κ' ήτανε σκεπασμένη μ' έναν πέπλο. — Τραβήχτε αυτόν τον πέπλο, είπε η γριά στον Αγαθούλη. Ο νέος πλησιάζει· σηκώνει τον πέπλο με φοβισμένο χέρι. Τι στιγμή! Τι ξάφνισμα! Νομίζει πως βλέπει τη δεσποινίδα Κυνεγόνδη. Τη βλέπει πραγματικά, ήταν η ίδια.

Πήρε μαζί του το δισάκι, έκοψε ένα γιασεμί από την αιμασιά και έφερε ένα γύρο για να ρίξει μια ματιά. Όλη η κοιλάδα του φάνηκε λευκή και γλυκιά σαν το γιασεμί. Όλα ήταν σιωπηλά: τα φαντάσματα είχαν αποτραβηχτεί πίσω από τα πέπλο της αυγής, ακόμη και το νερό μουρμούριζε πιο σιγαλά σαν να ήθελε ν’ αφήσει ν’ αντηχήσει καλύτερα το βήμα του Έφις στο μονοπάτι.

Αυτά 'πε και το δίκουπο του εγχείρισε ποτήρι 120 ο ήρωας Ατρείδης^ κ' έφερε και απόθωσ' έμπροσθέν του τον σπιθοβόλον αργυρόν κρατήρα ο Μεγαπένθης• κ' η Ελέν' η ευμορφοπρόσωπη τότ' ήλθε με τον πέπλοτα χέρια κ' είπε• «Τέκνο μου, τούτο κ' εγώ το δώρο από τα χέρια θύμημα σου δίδω της Ελένης, 125 να το 'χηςτην ποθούμενη των γάμων σου την ώρα, η νύμφη σου να το φορή• και ως τότ' η αγαπητή σου μητέρα σπίτι ας το φυλά• και συ χαίρε μου και άμετο δώμα το καλόκτιστο, 'ς την γη την πατρική σου».