United States or Italy ? Vote for the TOP Country of the Week !


Αυτά συνωμιλούσαμε• και ιδού, γυναικών πλήθος 225 έρχονταν, —ως ταις έστελνεν η θεία Περσεφόνη,— όσαις και αν ήσαν σύντροφοι και κόραις των ηρώων. κ' ενώτο αίμα ολόγυρα το μαύρο εσυναζόνταν, πώς να ερωτήσω καθεμιάτον νου μου εγώ ζητούσα. και απ' όλαις η καλήτερη τούτη μου εφάνη γνώμη• 230 απ' το πλευρό μου έσυρα το ακονητό σπαθί μου, και δεν ταις άφινα μαζή το μαύρ' αίμα να πίνουν• κ' έρχονταν τότε αραδικώς αυτού, και καθεμία το γένος της φανέρονε, καθώς την ερωτούσα.

Μα στάσου εδώ κι' ανάσανε, κι' αφτόν εγώ παγαίνω και σου τον πείθω ατρόμητα να σ' αντικρύσει τώραΕίπε, κι' αφτός την άκουσε και χάρηκε η καρδιά του. και στέκει απάς στο στομωτό ακουμπισμένος φράξο. 225

Σύφλογο η δίνη η προερχομένη εκ της συναντήσεως φλογών πρώην κεχωρισμένων. Συνήθης κατάρα· » Να σε πάρη το σύφλογο.» Μ' επήρε το σύφλογο»! Μας δέρν' η ανεμοριπή. σ. 225 Ανεμοριπή ορμή ανέμου παρασύροντος παν το προστυχόν, και τούτο προς δήλωσιν καταστροφής. » Μας επήρε η ανεμοριπή. »

Στου Βασιλιά την κατοικιά να παν μικροί μεγάλοι 225 Ν' ακούσουν την απόφασι, και τι 'χε να προβάλη Για του υγιού το σκοτωμό, που κείτονταν στο κύμα Με καταφρόνεσι πολλή χωρίς ταφή και μνήμα. Ότι αρχινούσεν η αυγή για να γλυκοχαράζη, Της θύραις της ανατολής με ρόδα να σκεπάζη, 230 Και στην αυλή του Βασιλιά σε πλήθος συνασμένοι, Οι Ποντικοί καρτέρηγαν περίλυποι, θλιμμένοι.

Κάλλια μέτρια στη γωνιά σου Μ' ευχαρίστησι καρδιάς σου, 220 Ή πολλά να αποχτήσης, Και με κίντυνα να ζήσης. Των γονέων της ορμήνιαις Μη ποτέ καταφρονάς· Είναι πάντα προς καλό σου, 225 Όσο αλλιώς εσύ αν φρονάς. Πραχτικού γερόντου γνώμη Ν' αφηκράζεσαι καλά· Έχει πράξι στα του κόσμου· Έπαθε, έμαθε πολλά. 230 Κάθε τι επιχειρίσου, Όσο είναι η δύναμί σου.

Ήλθαμ' εις τ' άντρ' ογλήγορα και μέσ' αυτός δεν ήταν, αλλ' έβοσκεν εις ταις βοσκαίς τα σαρκωμέν' αρνιά του. και ως φθάσαμ' εκυττάζαμεν όσά 'χε μέσα τ' άντρο• τα τυροβόλια γεμιστά, και η μάνδρες στοιβασμέναις αρνιά κ' ερίφια• κ' είχε τα ξεχωριστά κλεισμένα, 220 τα πρώιμ' αλλού, τα δεύτερα αλλού, και αλλού τα τρίτα. και όλα επλημμύριζαν ορό, και κάδοι και σκαφίδες, τ' αγγεία τα καλόφθειαστα, 'π' άρμεγε αυτός το γάλα. τότε με λόγια οι σύντροφοι θερμά μ' επαρακάλουν, απ' τα τυριά να πάρουμε και φεύγοντας με βία 225 αρνιά κ' ερίφια γλήγορα να σύρουμ' απ' ταις μάνδραιςτο πλοίο μας, και τα πικρά να σχίσουμε πελάγη. να 'χα δεχθή την γνώμη τους! αλλ' είχε βάλει ο νους μου κείνον να ιδώ και ξενικά να μου χαρίση δώρα• και αχ, να φανή δεν έμελλε τερπνός εις τους συντρόφους! 230

Διο παν μαζί, και πριν αφτός πριν πότε νιώθει ο άλλος το τι συφέρνει· μα αν τυχόν και μόνος όντας νιώσεις, 225 όμως πιο οκνός σου πάντα ο νους, δε σούχει η γνώμη βάθος

Αυτά 'πα και όλ' υπάκουσαν και τότε ως προς την Σκύλλα, την αναπόφευκτη πληγή, λόγοαυτούς δεν είπα, μη φοβηθούν οι σύντροφοι, και απ' την κουπηλασία παύσουν, και μέσα μου ριχθούντου καραβιού τα βάθη. 225 τότ' άφησα το βαρετό παράγγελμα της Κίρκης, 'που να μη ζωσθώ τ' άρματα πολύ μώχε συστήσει, και την καλή μου αρματωσιά φόρεσα, και δυο λόγχαις μακρυαίςτα χέρια σφίγγοντας ανέβηκα εις την πλώρη, ότι απ' αυτού να πρωτοϊδώ θαρρούσα εγώ την Σκύλλα, 230 πετροθεριό, 'που μώφερνε καταστροφή των φίλων. και αυτήν να ιδώ δεν δύνουμουν• τα μάτια μου αποκάμαν ολόγυρα εξετάζοντας την σκοτεινώδη πέτρα.

Είπε• και ο ήλιος έκλινε, κ' έφθασε το σκοτάδι, 225 και εις τ' άντρο το καμαρωτό παράμεσα συρμένοι οι δύο πλάγιασαν μαζή, και την φιλιά χαρήκαν.

Ζουνάρι ο ένας έδωκε κοκκινολαμπρισμένο, κι' ο γιος του Γλάφκου ένα χρυσό διπλόγουβο ποτήρι, 220 π' ακόμα σπίτι βρίσκουνταν, για δω σαν ξεκινούσα. 221 Για τούτο κι' είμαι βλάμης σου εγώ μες στ' Άργος τώρα, 224 και στη Λυκιά 'σαι πάλε εσύ όταν κι' εκεί ξεπέσω. 225 Κι' απ' τα κοντάρια μας οι διο παράμερα ας τραβάμε, και μες στ' ανάστα της σφαγής.