United States or Saint Lucia ? Vote for the TOP Country of the Week !


Θυμούμαι πως εκείνες τις μέρες η Έλσα τραγουδούσε, τραγουδούσε όπως δεν είχε τραγουδήσει ποτέ για κανέναν άλλον εξόν από μένα. Και γω καθόμουνα κι άφινα την ψυχή μου να τη χαδεύουν οι τόνοι, ενώ μέσα μου με βασάνιζε ο στοχασμός, πώς είτανε δυνατό ποτέ να χωρέση αναμεταξύ μας δυσαρέσκεια. Πώς περνούσαν οι μέρες δεν το ξέρω.

ΛΕΛΑΣτην υγειά σου, ανθυπολοχαγέ. Ζήτω η ευθυμία! Στην υγειά σας, γιατρέ. Να θυμάσθε πως σας έκαμα μια φορά τη νοσοκόμα. ΜΙΣΤΡΑΣ: — Ευχαριστώ, κοκώνα μου. Ευχαριστώ. Μα εκείνη η βελονίτσα σας γιατρέ. Με τι κακία που τη μπήξατε στο δέρμα της φιλενάδας μου. Τι σκληρός άνθρωπος που είσθε. Εγώ δε θα σας άφινα ποτέ μου να με τρυπήσετε έτσι. ΜΙΣΤΡΑΣΕίσαστε τόσο λιγόψυχη, κοκώνα μου;

Διά να δείξω εκείνου του φιλοσόφου την άκραν αγάπην, και σέβας που εις αυτόν είχα, τον άφινα να βλέπη και καθημερινώς να συναναστρέφεται με την Ρετζίαν· η συχνή συναναστροφή που επερνούσεν ανάμεσόν τους ηύξανε τον έρωτα του φιλοσόφου, και δεν ημπόρεσε πλέον να τον κρύψη· όθεν τον εφανέρωσε της Ρετζίας.

Εάν μου ήτο δυνατόν ακόμη να το σέρνω, χωρίς να τρέχω κίνδυνον να επαναστατήσωτα κραταιά κι' ακλόνητα, θεοί, θελήματά σας, θα άφινα ν' αποκαή και μόνον του να σβήση της μισητής μου της ζωής το άθλιον φυτήλι! Αν είν' ο Έδγαρ ζωντανός, ω! προστατεύετέ τον!... Υγίαινε! ΕΔΓΑΡ Ώρα καλή!

Της πεθαμένης μου μητρός τότε η ψυχή μου εφάνη, η Αντίκλεια, κόρη του υψηλούτο φρόνημ' Αυτολύκου• 85 την είχ' αφήσειτην ζωή, κινώντας για την Τροία. άμα την είδα εδάκρυσα, κ' ερράισ' η καρδιά μου, αλλ' όμως δεν την άφινα πρώτη να πλησιάσητο αίμα, πριν ερωτηθώ τον Μάντη Τειρεσία.

ΒΕΡΑΛΔΟΣ Τι άλλο θέλεις ν' ανεβάση στη σκηνή, αν όχι τα διάφορα επαγγέλματα των ανθρώπων; Ανεβάζουν κάθε μέρα πρίγκηπας και βασιλείς που είνε επίσης αξιότιμοι άνθρωποι όσο και οι γιατροί. ΑΡΓΓΑΝ Να πάρη ο διάβολος! αν ήμουν γιατρός θα την τιμωρούσα εγώ την αυθάδειά του· όταν θ' αρρώσταινε, θα τον άφινα να πεθάνη χωρίς καμμιά βοήθεια.

Παραιτούσα το γράψιμο κι άφινα το Σβεν να μ' ενοχλήση όσο ήθελε. Και χαίρουμαι τώρα γι' αυτό. Εδώ έξω τραγουδούσε ο μικρός Σβεν, όπως έκανε κι όλον το χειμώνα και βέβαια η Έλσα για χάρη δική του καθαυτό επίμενε και πήραμε το πιάνο μαζί μας στην εξοχή.

Πολλές ώρες μπορούσα να κάθωμαι εδώ, και πλήρης πόθων να φέρωμαι πέραν και με όλην την ψυχήν μου να χάνωμαι εις τα δάση, τις κοιλάδες, που σκεπασμένες με λεπτούς ατμούς παρουσιάζοντο στα μάτια μου και όταν επειδή σε ωρισμένην ώρα έπρεπε να επιστρέψω, με πόση δυσαρέσκεια άφινα τον αγαπητό τόπο! — Ήλθα πιο κοντά στην πόλη· όλα τα μέσα στους κήπους παλαιά γνωστά σπιτάκια εχαιρετήθηκαν υπ' εμού· τα νέα μου ήσαν απεχθή, όπως και όλαι αι μεταβολαί, όσαι είχαν γείνει.

Να μας θεωρήσετε λοιπόν κ' εμένα και τους άλλους εδώ ωσάν ιδικούς σας προσκαλεσμένους και να μας περιποιηθητε διά να σας επαινέσωμεν και ημείς. Και ημείς μεν, εξηκολούθησεν ο Αριστόδημος, ηρχίσαμεν να τρώγωμεν, αλλ' ο Σωκράτης δεν ήρχετο. Ο Αγάθων πολλάκις ηθέλησε να στείλη να τον καλέσουν, αλλ' εγώ δεν τον άφινα.

Αν τον κοίταζα, έβαζε το δάχτυλο στο στόμα κ' έλεγε «Σστμε μιαν έκφραση στο πρόσωπο, που έδειχνε πως γνώριζε τη δύναμή της και ταυτόχρονα τόσο αθώα, ώστε άφινα την πέννα χωρίς να θέλω. Αν όμως δεν τον κοίταζα, τότε ερχότανε σιγά σιγά στο τραπέζι κ' έστεκε κοντά μου. Μπορούσε να στέκη πολλή ώρα υπομονετικά εκεί· κι όταν είχα τη δύναμη να κάνω πως δεν τον ένοιωσα, έφευγε πάλι τόσο σιγά όπως ήρθε.