United States or Norfolk Island ? Vote for the TOP Country of the Week !


Επειδή όμως και φυσικά κυνηγούσε τα παιδιά, άμα βρήκεν ομορφιά, που μήτε στην πολιτεία δεν την είχεν ιδή, έβαλε με το νου του να ριχτή του Δάφνη κ' ενόμιζε πως εύκολα θα τον καταφέρη, σαν γιδάρης που ήτανε. Κι αφού αποφάσισεν αυτά δεν πήγαινε στο κυνήγι μαζί με τον Άστυλο, παρά κατέβαινε εκεί που έβοσκεν ο Δάφνης, παίρνοντας πρόφαση τα γίδια· η αλήθεια όμως ήτανε πως ήθελε να ιδή το Δάφνη.

Και αφού εθαύμασα αρκετά την εύμορφον και καρποφόρον γην του νησιού, είδα μακρόθεν κάποιες πεδιάδες και επροχώρησα προς τα εκεί· και βλέπω μακρόθεν ένα άλογον, που έβοσκεν εις εκείνα τα λειβάδια.

Τάχα δεν άκουσε ποτέ πως βώδια στα λιβάδια έβοσκεν ο Διόνυσος, ο ώμορφος γυιός του Δία; Τάχα δεν ξέρ' η άπονη πως ένα βοϊδολάτη κ' η Αφροδίτη αγάπησε κ' ήταν τρελλή για 'κείνον και στης Φρυγίας τα βουνά γύριζε βοσκοπούλα, κι αγάπησε τον Άδωνι μέσ' στα πυκνά λαγκάδια και στα λαγκάδια τα πυκνά τον έκλαψεν εκείνη; Κι ο Ενδυμίων τι ήτανε; δεν ήταν βοϊδολάτης; μα τόσο τον αγάπησε κ' εκείνον η Σελήνη πούφευγεν απ' τον Όλυμπο κρυφά-κρυφά μονάχη και στις χαράδρες πήγαινε κ' επλάγιαζε μαζί του.

Καίτοι Βορειοδυτικός ο άνεμος, Γραίος, υπεβοήθει εκ πλαγίου το ιστίον, διότι ο μπάρμπα-Διόμας έδιδε βορειοδυτικήν εις την λέμβον διεύθυνσιν. Αλλ' ο πώλος, όστις έβοσκεν ησύχως το χόρτον του και δεν εφαίνετο ν' ανησυχή πολύ περί του διάπλου, αίφνης εσήκωσε τον πόδα, έδωκεν άτακτον λάκτισμα εις την σανίδα . . . και το &μαδέρι& της ευθραύστου και υποσάθρου λέμβου διερράγη.

Και οι αιπόλοι τον ήκουον μετά θαυμασμού, και ο παπ' Αγγελής, ακούων μετά συντόνου προσοχής, ησθάνθη δάκρυ υγραίνον την παρειάν του. Αλλ' ο Γιάννης ο Κούτρης, ως διά να παρηγορήση τον μπάρμπα- Γεώργην, καθ' ου δεν εμνησικάκει πλέον, διότι του επήρε τα πρωτεία, ηγέρθη και λύσας το ονάριον του, το οποίον έβοσκεν ησύχως εις το λιβάδιον, ήρχισε να κάμνη κάτι παιγνίδια ιδικά του.

Και δύο φοράς την εβδομάδα έπαιρνε το ραβδάκι της εις την δεξιάν χείρα και το καλαθάκι της εις τον αγκώνα του αριστερού βραχίονος, και οδηγούσα και μίαν αμνάδα και μίαν αίγα, τας οποίας έβοσκεν η ιδία, κατήρχετο από το Μεγάλο Ορμάνι, και έφθανεν εις την κρημνώδη θαλασσόπληκτον ακτήν, κ' επήγαινε ν' ανάψη τα κανδήλια της Παναγίας της Γλυκοφιλούσης.

Τον δυστυχή! υπέλαβον μετά τινας στιγμάς, καθ' ας η ανάμνησις της προσφάτου καταστροφής κατέπνιξεν αμέσως την στιγμιαίαν μου αγανάκτησιν. Τον κατέστρεψεν ο ακοίμητος εκείνος πόθος του χρηματισμού, οποίος έβοσκεν άγριος εις τα στήθη του.

Μία γραία με την ρόκαν της, με δύο προβατίνας τας οποίας έβοσκεν εντός αγρού πλησίον, ευρίσκετο εκεί, καθημένη έξωθεν της μικράς καλύβης της. Όταν την ηρώτησα τι είχε γείνει το «Μεγάλο Δέντρον» το οποίον ήτον ένα καιρόν εκεί, μοι απήντησεν·