United States or Zambia ? Vote for the TOP Country of the Week !


Εδώ είσαι, αδερφέ, κ' εγώ σε γυρεύω! εφώναξεν αίφνης ο Σταύρος, ερχόμενος πλησίον του. Ο Δημήτρης εξηκολούθει τηρών την θέσιν του ακίνητος, ως να μην ήκουσε. — Ακούς! τι στέκεις αυτού, σαν κολώνα; φόρεσε το φέσι σου και πάμε επανέλαβεν ο Σταύρος, κινών αυτόν από του βραχίονος. Ο Δημήτρης εστράφη τότε, παρετήρησε τον σύντροφόν του μ' έκπληξιν, έστρεψε το βλέμμα πέριξ κ' εφόρεσε το φέσι του.

Έρχομαι από την φυλακήν και σου φέρω ασπασμούς από την Λίγειαν. Ο Βινίκιος εστηρίχθη επί του βραχίονός του και ήρχισε να τον παρατηρή εις τους οφθαλμούς υπό το φως των δάδων, μη δυνάμενος να προφέρη λέξιν. Αλλ' ο Ναζάριος εμάντευσε την ερώτησιν, ήτις εχάνετο εις τα χείλη του. — Ζη.

Βλέπετε πώς και τώρα που σας το διηγούμαι φρίττω; Και ενώ έλεγεν αυτά μας εδείκνυεν ο Ευκράτης τας τρίχας του βραχίονός του που είχαν ορθωθή εκ της φρίκης.

Εισέρχεται χωρίς να σημάνη, διότι κρατεί πάντοτε το κλειδίον του, και ευρίσκει την κυρίαν Πηνελόπην κοιμωμένην επί της καθέδρας της, και αναπαύουσαν την κεφαλήν αυτής επί του βραχίονός της, εν μέσω σωρείας παιγνιοχάρτων. Ο Ιωάννης διήγαγε σχεδόν άυπνον νύκτα και εξήλθε λίαν πρωί της οικίας του. Εν τω γραφείω του ήτο διαρκώς αφηρημένος.

Και συγχρόνως εναπέθετεν εις τον κόλπον μου μικρόν δέμα περιέχον όσα κοσμήματα είχε δυνηθή να περισώση. Την ενηγκαλίσθην και εφίλουν τον λαιμόν της και έλεγα•― Όχι, όχι, όλοι ομού θα σωθώμεν.... Εκεί, με ήρπασεν εκ του βραχίονος ο πατήρ μου. ― Πήγαινε με τας αδελφάς σου. Ερχόμεθα κατόπιν ημείς. Η λέμβος ήτο ήδη πλήρης, αι δε αδελφαί μου εκάθηντο εντός αυτής.

Είχεν αρχίσει να χωρατεύη ολίγον με τον Βαγγέλην, άκακα να τον πειράζη. Μίαν πρωίαν, καθώς έβγαινεν εκείνος με το λαγούτο από την κάμαρη, του ήρπασε με θάρρος το λαγούτο, το ακούμβησεν επί του βραχίονός της, κ' εδοκίμαζε με το πλήκτρον να βγάλη φωνάς.

Τούτου ένεκα ο υιός του ηναγκάσθη ν' αφήση την πρώτην τάξιν εις το βάδισμα, ελθών δεύτερος, και κρατών εκ του αριστερού βραχίονος προπορευόμενον τον πατέρα του, διά να οδηγή και υποστηρίζη το βήμα αυτού, διά δε της ευωνύμου κρατών την δεξιάν του ακολουθούντος εμπόρου.

Σύνθημα τότε τρομερόν εδόθη, ω Διδάσκαλε, και η νυξ εβοήθησε την άρπαγα χείρα. Γυνή τρυφερά πλησίον μου διέρχεται, στηριζομένη επί προστάτου βραχίονος νεαρού ανδρός. Και λέγει κρύφα προς εκείνον: — Κύτταξε αυτόν τον πετεινόν· τι ωραία πτερά που έχει! μάδησε του την ουράν· νύκτα είνε, κάνεις δεν θα σε ιδή. Επλησίασε τότε ο Άνθρωπος σιγά-σιγά και με εμάδησεν ολόκληρον.

Έχει φεγγάρι. Μόνον εσύ, τι ήθελες να έλθης; — Έφερα το ράσον. Και έδειξε κρεμάμενον επί του βραχίονός της, επιμελώς διπλωμένον, το καλόν ράσον του παππά Ναρκίσσου. — Τι το έφερες; Μη είναι κρύον να τα φορέση επανωτά; — Ίσως χρειασθή, είπεν η παππαδιά. Και λέγοντες ταύτα έφθασαν εις την είσοδον του περιβόλου. — Κάθισ' εδώ παππαδιά, εις την πέτραν. θα είσαι κουρασμένη. — Όχι, δεν εκουράσθηκα.

Ο Μάρτης είνε ισχυρός και δυνατός μεταξύ των λοιπών συναδέλφων του, ως ο Ζευς μεταξύ των Ολυμπίων. Δεν παρέλαβε μεν την εξουσίαν εκ γενεαλογικής τινος αιτίας, ως εκείνος, αλλ' απέκτησεν αυτήν διά μόνου του βραχίονός του, περί της ισχύος του οποίου έχουν λάβει ακριβή γνώσιν όλοι οι μήνες δυστυχώς.