United States or Belgium ? Vote for the TOP Country of the Week !


Και έλεγον: Τούτο είνε τ ι μ ή· τούτο είνε υ π ό λ η ψ ι ς. Αλλά και πάλιν, θεέ μου! ποίος κυκεών! Εάν με ηρώτας τι πραγματικώς είνε το έν, και τι το άλλο, θα σου απήντων, ω Διδάσκαλε: — Τιμή: ιδέα, μη προερχομένη πάντοτε από υπόληψιν· υπόληψις: ιδέα, μη προερχομένη πάντοτε από τιμήν. Λέγει τότε το Φάσμα: — Δεν πιστεύεις εις ό,τι βλέπεις;

Εν τούτοις πάντες έπιπτον και επροσκύνουν αυτήν, και έλεγον προς αλλήλους, παρερχόμενοι ενώπιόν μου: — Πόσον ατυχείς ήσαν οι πατέρες μας! Τι έχασαν! — Πόσον ευτυχείς είμεθα ημείς! Τι έχομεν! — Πόσον ευδαίμονα θα ήνε τα τέκνα μας! Τι θα ίδουν! Και όλοι ταυτοχρόνως ελούοντο εις ιδρώτα και εις αίματα! Τούτο ελέγετο Πρόοδος, ω Διδάσκαλε.

Ο γραμματικός έσχε τον νουν να παρατηρήση και την ειλικρίνειαν να ομολογήση ότι η απόκρισις του Ιησού ήτο πλήρης σοφίας. «Διδάσκαλε αληθή είπας ανέκραξε». Ο Ιησούς επεδοκίμασε την ειλικρίνειάν του και είπε προς αυτόν νουθετών και ενθαρρύνων άμα ότι, δεν ήτο μακράν από της βασιλείας των ουρανών.

Σεις, αγαπημένε μου διδάσκαλε! Σεις σ' αυτά τα φριχτά χάλια! Τι συμφορά λοιπόν σας βρήκε; Γιατί δεν είσθε πια στον ωραιότερο των πύργων; Τι απέγινε η δεσποινίς Κυνεγόνδη, το μαργαριτάρι των κοριτσών, το αριστούργημα της φύσης; — Δεν βαστώ πια, είπεν ο Παγγλώσσης. Ευθύς ο Αγαθούλης τον ωδήγησε στο σταύλο του Αναβαφτιστή, όπου τούδωσε να φάγη λιγάκι ψωμί. Κι' όταν ο Παγγλώσσης ανάλαβε,

Έφυγα και εγώ, Διδάσκαλε, περίλυπος εκ της διηγήσεως εκείνης, και λέγων προς το Φάσμα: — Ηννόησα καλώς τώρα· ένα καπέλλον χωρίς κεφάλι είνε αληθώς άχρηστον πράγμα· φαίνεται όμως, ότι είνε αχρηστότερον πράγμα διά τους ανθρώπους, ένα κεφάλι χωρίς καπέλλον! Ιδού διατί, συναντώνται μεν οι άνθρωποι, αλλά χαιρετώνται πρώτα τα καπέλλα.

Άνοιξε λοιπόν, πλειότερον από το στόμα σου, τα ώτα σου· αλλά και από τα δύο ταύτα άνοιξε πλειότερον τους οφθαλμούς σου. Και συ ωμίλησες και σοφόν με κατέστησες, — όσον ήρκει δι' ένα πετεινόν. Εάν καθίστας εμέ σοφόν, όσον δι' ένα άνθρωπον ήρκει, θα έβγαζα τα μάτια τα ιδικά σου, ω Διδάσκαλε, αλλά θα έσωζον τα ιδικά μου.

Έπειτα στραφείς προς τον Βινίκιον και δεικνύων αυτώ την Λίγειαν: — Λάβε την παιδίσκην ταύτην, την οποίαν ο Θεός σου προώρισε, και σώσε την. Ο Λίνος, όστις ασθενεί, και ο Ούρσος θα σας ακολουθήσουν. Αλλ' ο Βινίκιος, όστις είχεν αρχίσει να αγαπά τον Απόστολον με όλην την δύναμιν της ορμητικής ψυχής του, ανέκραξε: — Σου ορκίζομαι, διδάσκαλε, ότι δεν θα σε αφήσω εδώ διά να απολεσθής!

Και θα ωφελήσης ούτω το έθνος, διδάσκαλε, είπεν ο Σχολάριος. Ο Γεμιστός τον εθεώρησε με βλέμμα πλήρες δυσπιστίας. — Αλήθειαν λέγω, είπεν ο Σχολάριος. Μη έχης προκατάληψιν, ω Πλήθων. — Και όμως.., είπεν ο Γεμιστός μετά δισταγμού. — Αν έγραψα κατά σου, ω Πλήθων, δεν έπραξα τούτο εκ μίσους. Ουδεμίαν έχθραν έχω κατά σου. — Πιστεύω, είπεν ο Πλήθων. — Εις πάντα τα ζητήματα συμφωνούμεν.

Σύνθημα τότε τρομερόν εδόθη, ω Διδάσκαλε, και η νυξ εβοήθησε την άρπαγα χείρα. Γυνή τρυφερά πλησίον μου διέρχεται, στηριζομένη επί προστάτου βραχίονος νεαρού ανδρός. Και λέγει κρύφα προς εκείνον: — Κύτταξε αυτόν τον πετεινόν· τι ωραία πτερά που έχει! μάδησε του την ουράν· νύκτα είνε, κάνεις δεν θα σε ιδή. Επλησίασε τότε ο Άνθρωπος σιγά-σιγά και με εμάδησεν ολόκληρον.

Αλλά και πάλιν το ακόρεστον πνεύμα της απιστίας και της διαφωνίας εξηγέρθη, και την φοράν ταύτην γραμματεύς τις ενόμισεν ότι και αυτός έπρεπε να δοκιμάση την έκτασιν της μαθήσεως και της σοφίας του Χριστού. Ηρώτησε δι' ερώτημα το οποίον πάραυτα απέδειξε ψευδή και ουχί πνευματικήν έποψιν των πραγμάτων, «διδάσκαλε ποία εντολή μεγάλη εν τω νόμω