United States or Greece ? Vote for the TOP Country of the Week !


Αγιασμένο άνθρωπο είχαμε στο χωριό μας, και τώρα το νοιώθουμε, που δε μας μένει ψυχή να τον προσκυνήση. Περμ. Τη χάρη του νάχουμε. Δεν πήγε, λέει, με τούτο το λείψανο, για νάρθη, λέει, να παρηγορήση την κερά Δέσπω, που δε μπορούσε η δύστυχη να βγη και να δώση στερνό φιλί του παιδιού της. Νά τος που πρόβαλε κιόλας. Τη χάρη του νάχουμε. Πιπ.

Και συ σα γενής του καιρού του Γιάννη, θα γενής μεγάλος σαν αυτό. — Μα ώστε να μεγαλώσω, θα πάρ' ο Γιάννης το Βαγγελιό. Η μητέρα μου με πήρε στην αγκαλιά της και με χάδια προσπάθησε να με παρηγορήση. — Ντα δε σούπε το Βαγγελιό πως εσένα μόνο αγαπά; — Ναι, μα ο Γιάννης μούπε, πως, ώστε να μεγαλώσω, αυτός θα τήνε πάρη. — Κεχαθήκαν οι κοπελιές, υγιέ μου; Παίρνεις, σα μεγαλώσης, άλλη και καλλίτερη.

Όι, μπάρμπα Νικολή, απήντησεν η κόρη με τον αποφασιστικώτερον τόνον, δεν τονε θέλω. Μα σαν τονε θέλει αφέντης μου κι' αδερφός μου, είντα να κάμω η μαυρομοίρα; ... Και τίνος να πω τον πόνο μου να με παρηγορήση, απού δεν έχω μάννα; Με τας τελευταίας δε λέξεις τα δάκρυα της έτρεξαν.

Την εσπέραν προσεκλήθη είς ιερεύς, και ήρχισε να της διαβάζη άνωθεν της κεφαλής της τα Τετραβάγγελα. Η χήρα η Επαρχίνα κατεθλίβη κ' επροσπάθει με κάθε τρόπον να εγκαρδιώση την νέαν, και να παρηγορήση την μητέρα, η οποία όμως έκαμνε μορφασμούς δυσμενείας προς την ανδρεξαδέλφην της. — Είδες την Επαρχίνα! έλεγε κατ' ιδίαν η Ασημήνα η πτωχή. Να μου τρελλάνη το κορίτσι, μιαν ώραν μιαν ωρίτσα!

Και προστριβόμενος εις το φόρεμά της, ως παιδίον, έκλαιε και την ικέτευε να μεσιτεύση προς τον πατέρα της να γίνη ο γάμος, το ταχύτερον εκείνον τον μήνα. Η μητέρα του τον εθώπευσε κ' επροσπάθησε να τον παρηγορήση, αλλά συγχρόνως του παρέστησεν ότι δεν ήτο δυνατόν να γίνη ο γάμος τόσον ταχέως, διότι και η Πηγή δεν είχεν έτοιμα τα προικιά της. — Δε θέλω γώ προυκιά! είπε ζωηρώς ο Μανώλης.

Ξέρεις τίποτα, καπετάν-Παρμάκη; Παρετήρησεν ο οινοπώλης, θέλων να παρηγορήση τον λυπημένον διά τας νηνεμίας του νέου βίου πλοίαρχον. Θα σου βάλω μια κάλπη μεθαύριο. Μια κάλπη, που λες, να ιδής φουρτούνες που γυρεύεις! Να λες, αμάν, τι είνε τούτα;

Ο δυστυχής νέος δεν είχεν εννοήσει την παραγγελίαν του πρώτου των Γύφτων, και έμενεν αδρανής, προσπαθών να παρηγορήση την μητέρα του, ήτις έκλαιε καθ' εκάστην πρωίαν την στέρησιν του συζύγου. Την νύκτα εκείνην ο Πρωτόγυφτος ιδών το θυελλώδες του καιρού, ετόλμησε να ζητήση φιλοξενίαν παρά του Τρέκλα.

Κατά τον άγαν σχολαστικόν ραββίνον Σαμμαΐ ουδείς εν Σαββάτω ώφειλε να βοηθήση τον ασθενή ή να παρηγορήση τον τεθλιμμένον. Και αυτή η διατήρησις της ζωής ήτο παράβασις του Σαββάτου. Το Σάββατον ώφειλον και οι πτωχοί να εστιώνται τρις, αλλά χωρίς ν' ανάπτωσι πυρ μήτε να μαγειρεύωσιν. Αφ' ετέρου το να φονεύση τις κώνωπα είνε το αυτό ως να φονεύση κάμηλον.

Αλλά, με κλάμματα εκείνη κουνούσε το κεφάλι και δεν ήθελε να τον πιστέψη. — Αλλοίμονο, είπε ο Ογκρίν, πώς να παρηγορήση κανείς πεθαμένους; Μετανόησε, Τριστάνε· γιατί, όποιος ζη στην αμαρτία χωρίς να μετανοή, είναι πεθαμένος. — Όχι! είμαι ζωντανός, και ούτε μετανοώ. Θα γυρίσουμε στο δάσος που μας προστατεύει και μας φυλάει. Έλα, Ιζόλδη, φίληΣηκώθηκε η Ιζόλδη. Πιάσθηκαν από τα χέρια.

Μα με όλον που επροσπάθει να την παρηγορήση και να την καταπραΰνη, τόσον περισσότερον της άναπτε την ανησυχίαν της και το μίσος προς αυτόν, λέγοντάς του θυμωμένη, να σιωπήση αν θέλη· και με όλον που ήτον νύκτα ήθελε να πηγαίνη εις το Μουσουλπατάν. Αυτό το έκανεν αυτή, όχι μόνον διά να μην απεράση την νύκτα με τον γέροντα, αλλά και διά να ιδή τι έγινεν η αδελφή της.