United States or Macao ? Vote for the TOP Country of the Week !


Όθεν αφιέρωσα όλας μου τας ελπίδας εις τον μέγαν Προφήτην διά να με παρηγορήση και ανέβηκα εις υψηλόν δένδρον μήπως και διακρίνω κανένα πράγμα που να μου δώση καμμίαν ελπίδα.

Και ως να ήθελε να την παρηγορήση την γραίαν, να ησυχάση κ' εκείνη και αυτός, είπε: — Πήδετον Πεδαία ο Δαδεμήτδος, να φέδη αδεύδια ταϊγανίθα. Ασπρισμένον, ξεσκονισμένον, συγυρισμένον τα μαγαζάκι του Λαλεμήτρου, μάτην ανέμενε τους σάκκους του αλεύρου και αυτόν τον αλευράν.

Δεν είναι το ίδιο, όπως και η ασθένεια; Η φύσις δεν ευρίσκει καμμίαν διέξοδον εκ του λαβυρίνθου των περιπλόκων και αντιθέτων δυνάμεων, και ο άνθρωπος πρέπει ν' αποθάνη. Αλλοίμονον εις εκείνον που θα ηδύνατο να είναι θεατής και να ειπή: η ανόητη! αν επερίμενεν, αν άφινε τον καιρόν να επενεργήση, η απελπισία του θα επραΰνετο, θα ευρίσκετο άλλος κανένας να την παρηγορήση.

Και η γραία Παντελού ήτο απαρηγόρητος, λέγουσα ότι δεν ήθελε «να χάση την νυφούλα της, όπου την είχε 'μόσιμοΚαι η γειτόνισσά της η Περμάχου ηγωνίζετο να την παρηγορήση επαναλαμβάνουσα ότι «θα φάη κι' άλλη ψωμί!».

Και θα θυμάμαι σ' όλη μου τη ζωή, πως, όταν οι πληγές μου κλείσανε καλά, μούκανε προτάσεις. Άλλωστε, είπε σε όλες μας να μας παρηγορήση. Μας βεβαίωσε, πως σε πολλές πολιορκίες το ίδιο έχει συμβή και πως αυτό ήτανε &ο νόμος του πολέμου.& Όταν οι συντρόφισσες μου μπορέσανε να περπατήσουνε, τις πήγανε πεζές ως τη Μόσχα.

Α, ακριβόν μου πουλί, διατί με υστέρησες έτσι ογλήγορα; πώς ημπορώ να υποφέρω μην ακούοντας πλέον την γλυκειάν σου φωνήν και τα νόστιμά σου παιγνίδια; Αυτά και άλλα λέγοντας ήτον τόσον περίλυπη, που καμμιά από τες σκλάβες της δεν ημπόρεσε να την παρηγορήση.

Αλλά μετά παρέλευσιν μηνός, η γραία-Αννούσα, συνηθισμένη να βλέπη την θάλασσαν, ήρχισε να στενοχωρήται και να πλήττη, αδημονούσα διά την εξορίαν της, ως απεκάλει την εν Αθήναις διαμονήν. Τας εορτάς την ελάμβανε μεθ' εαυτού ο υιός της, εις τους πολυανθρώπους περιπάτους, αλλά τίποτε δεν ηδύνατο να παρηγορήση την γραίαν, απαρηγόρητον και αξιολύπητον.

Όχι, δεν το κόπτω, είπε το άλλο. Θα στολίση το κλουβί. Και έβαλαν τα παιδιά μέσα εις το κλουβί το χώμα με το χόρτον και με το χαμόμηλον. Αλλά το πουλάκι έκλαιε την ελευθερίαν του, και εκτυπούσε με τα πτερά του τα σύρματα της φυλακής του. Το δε χαμόμηλον ήθελε να το παρηγορήση, άλλα δεν είχε φωνήν να λαλήση. Και επέρασεν ώρα πολλή και ενύκτωνε. — Δεν έχω νερόν! είπεν η κίχλα.

Και εις αυτό το έργον της παιδοποιίας, εις το οποίον και μόνον τω έλεγεν ο γείτονας του ο κυρ-Γεώργης ο συνταξιούχος, ότι επέτυχε, θέλων να τον παρηγορήση παραπονούμενον, και εις αυτό ο Μιστόκλης έβλεπε την φοβεράν μοίραν του, του πτωχού την μοίραν, προαγγέλλουσαν αυτώ τας αποτυχίας του.

Αλλά, παρθένος έμεινα εγώ, και θ' αποθάνω παρθένος χήρα... Ω σχοινιά, ελάτε! — Παραμάνα, έλα και συ·την κλίνην μου την νυμφικήν πηγαίνω, να εύρω Χάρου αγκαλιάν αντί Ρωμαίου χάδια. ΠΑΡΑΜΑΝΑτον θάλαμόν σου πήγαινε. Να σε παρηγορήση θα φέρω τον Ρωμαίον σου· 'ξεύρω εγώ πού είναι. Ακούεις; τον Ρωμαίον σου απόψε θα τον έχης. Είναι κρυμμένοςτο κελλί του πάτερ Λαυρεντίου.