United States or United States Minor Outlying Islands ? Vote for the TOP Country of the Week !


Εκ πλαγίου και μακρόθεν είχεν όψιν λιγυράς χάριτος, εγγύθεν και κατά μέτωπον, προέκυπτεν όλη μεστή και αμφιλαφής, βαθύχλωρος, επιβάλλουσα ως νύμφη.

Οι δε περί την Επιτάδαν, οι οποίοι ήσαν οι περισσότεροι, άμα είδον ότι η πρώτη φρουρά κατεστράφη και ότι επροχώρει κατ' αυτών στρατός, παρετάχθησαν εις μάχην και επροχώρησαν κατά των Αθηναίων οπλιτών θέλοντες να συμπλακούν προς αυτούς, διότι τους είχαν απέναντι, εκ πλαγίου δε και εις τα νώτα είχαν τους ελαφρά ωπλισμένους· και με τους οπλίτας μεν δεν ηδυνήθησαν να συμπλακούν ουδέ να χρησιμοποιήσουν την εμπειρίαν των· διότι οι μεν ψιλοί τους ημπόδιζαν τοξεύοντες εκατέρωθεν, οι δε Αθηναίοι οπλίται δεν αντεπεξήλθον, αλλ' έμεναν ησυχάζοντες.

Η Ακτή δεν ηδύνατο ν' αποσπάση τους οφθαλμούς από της Λιγείας, ήτις εστραμμένη εκ πλαγίου ανέτεινε την κεφαλήν και τας χείρας προς τον ουρανόν, ως να επερίμενεν εκείθεν να έλθη η σωτηρία. Τέλος ηγέρθη με το πρόσωπον αίθριον. Ο Ούρσος ηγέρθη επίσης, και εστάθη πλησίον του βάθρου, προσβλέπων την κυρίαν του και αναμένων να ακούση την απόφασίν της. Οι οφθαλμοί της Λιγείας εσκοτίσθησαν.

Ενώ δε τα μεγάλα ταύτα πλοία εφαίνοντο πλησιάζοντα, άλλη σειρά πλοιαρίων μικρών, δεχομένων εκ πλαγίου τον άνεμον εις τα τρίγωνα ιστία των, έφευγε παρά την παραλίαν προς της Σάμου την διεύθυνσιν. Τα μεγάλα εν τούτοις πλοία, ωσεί διστάζοντα, αντί να εξακολουθήσωσι τον προς τον λιμένα πλουν, ήλλαξαν αίφνης δρόμον. Ενόμισα επ' ολίγον ότι ανεχώρουν.

Επροχώρησαν λοιπόν κατά των Συρακουσίων. Ο Γύλιππος, οδηγήσας τους στρατιώτας έξω των τειχών περισσότερον ή πρότερον, συνεπλάκη με τους Αθηναίους· τους δε ιππείς και τους ακοντιστάς παρέταξεν εκ πλαγίου των Αθηναίων, εις το μάλλον ευρύχωρον μέρος, όπου έληγαν αι οχυρωματικαί εργασίαι αμφοτέρων των στρατών.

Δεν παρώξυνε τοσούτον η νοσταλγία τον πατριωτισμόν αυτού, ουδ' εκορύφωσε τοσούτον την φιλογένειάν του η μακρά εξ Ελλάδος απουσία. Ο ανήρ πάσχει περιέργειαν μόνον πατριωτικήν και ουδέν άλλο. Είνε δε η περιέργειά του άκακος, αθόρυβος, ξένη πάσης υστεροβουλίας, αμέτοχος επιλογισμού ή πλαγίου σκοπού οιουδήποτε.

Καίτοι Βορειοδυτικός ο άνεμος, Γραίος, υπεβοήθει εκ πλαγίου το ιστίον, διότι ο μπάρμπα-Διόμας έδιδε βορειοδυτικήν εις την λέμβον διεύθυνσιν. Αλλ' ο πώλος, όστις έβοσκεν ησύχως το χόρτον του και δεν εφαίνετο ν' ανησυχή πολύ περί του διάπλου, αίφνης εσήκωσε τον πόδα, έδωκεν άτακτον λάκτισμα εις την σανίδα . . . και το &μαδέρι& της ευθραύστου και υποσάθρου λέμβου διερράγη.

Διά πλαγίου, κρυφού δρομίσκου, τον οποίον είχον ανακαλύψει την προτεραίαν, ήρχισα να ανέρχωμαι την ράχιν του βουνού . . . διευθυνόμενος προς το μέρος όπου ευρίσκετο η βασιλική δρυς. Επίστευον ότι εγνώριζα καλά τον δρόμον.

Καθ' ην στιγμήν ανήφθη επί μίαν στιγμήν η δας, η κόρη είχεν ιδεί ακαριαίως το πρόσωπον του Τρέκλα φωτισθέν, και πάλιν το σκότος επανήλθεν. Όσον διά τον Σκούνταν, ούτος είχεν εστραμμένα προς αυτήν τα νώτα, αλλ' όμως και πάλιν τον είδεν εκ πλαγίου, και τη εφάνη ότι δεν ήτο ο Μάχτος.

Το δειλινόν, όταν είδεν ο Δημητράκης τον υιόν του, του είπε: — Άκουσα, κυρ Αγάλλο, πως πήγες κάτ' απ' τα παράθυρα καποιανής, κ' έκαμες πατινάδα. Τώρα δεν είσαι μικρός, είσαι μεγαλείτερος απ' τον αδερφό σου τον νοικοκυρεμμένο. Κοντεύεις να τριανταρίσης. — Αλήθεια, αφέντη, είπεν ο Αγάλλος. Και όταν ενύχτωσε, διηυθύνθη διά πλαγίου δρομίσκου προς το μέρος της Αναγκιάς.