United States or Barbados ? Vote for the TOP Country of the Week !


Ο Χοσρόης επροχώρει προς το επίνειον της Αντιοχείας την πόλιν Σελεύκειαν και, θεώμενος τα κύματα της Ανατολικής Μεσογείου ως ηλιολάτρης και πυριλάτρης, έθυεν εις τον Ήλιον και ωνειροπόλει τους εν Μικρά Ασία και εν Κωνσταντινουπόλει θησαυρούς.

Το γαϊδουράκι εις το πλάι της έφευγε κατευχαριστημένο, διότι ήτο εκείνη πλησίον του, και καμμίαν δυσκολίαν δεν έκαμνε διά το φορτίον. Δεν είχε περιπατήσει πολύ, όταν από μακράν είδε να έρχεται ίσιααυτήν ένα μεγάλο πρόβατον· ήτο τόσο παχύ, ώστε με δυσκολίαν επροχώρει, και εβέλαζε. — Δεν είνε δυνατόν να είνε το αρνί που επότισα αυτό!

Ο Μανώλης επροχώρει συλλογισμένος. Έξαφνα ανεσκίρτησεν ακούσας παιδικήν φωνήν, η οποία ήρχετο από το πλησίον δώμα: — Δε σε θέλει, Μανώλη. Εστράφη με οργήν, αλλά το διαβολόπαιδο δεν εφαίνετο. Εξηκολούθησε τον δρόμον του, αλλά μετ' ολίγον η αυτή φωνή τον έκαμε να στραφή με οργήν μεγαλειτέραν. — Δε σε θέλει, Πατούχα, δε σε θέλει! Και ως ηχώ συνεπλήρωσεν άλλη παιδική φωνή: — Κόκκινα παπούτσια θέλει!

Και ενώ επροχώρει παραπαίων εμουρμούριζε: — Στο χέρι σου θαρρείς πως είνε να μη θες; ... θες και δε θες ... Πεισματικά μου κάνεις, αι; Τότε σε κλέφτω, σε παίρνω με το ζόρε. Ποιος θαρρείς πως είμ' εγώ; ... Εγώ τάβαλα με τσ' Αρναούτες και το Μουντίρη ... Δε φοβούμαι κιανένα ... Πεισματικά μου κάνεις, αι; Απόψε τελειόνουνε τα πεισματικά.

Τούτο τουλάχιστον συνεπέρανον οι χωριανοί από την φιλάρεσκον επιμέλειαν την οποίαν εδείκνυεν εις τον ιματισμόν της πάντοτε, μάλιστα δε όσον επροχώρει η ηλικία της, από την τάσιν την οποίαν εδείκνυε να κρύπτη την πραγματικήν της ηλικίαν και από την νεανικήν ζωηρότητα την οποίαν είχεν εις τας κινήσεις.

Όταν δε ο γέρων τον εκάλει διά να του δίδη γεωργικάς συμβουλάς, ανεχώρει κατεχόμενος υπό τοιούτου ερεθισμού, ώστε δεν έβλεπε· και επροχώρει βλασφημών και ξεθυμαίνων κατά των ζώων τα οποία συνήντα καθ' οδόν.

Τι να προτιμήσουν; εκείθεν πάλη αδιάκοπος, εδώθεν ηρεμία και γαλήνη!. . . Ο Γιάννος συνεκινήθη προ των δύο τούτων εικόνων, διαφόρων φάσεων ζωής πολυκυμάντου κ' έκλινεν ήδη να πιστεύση εις τους λόγους της Κυρά Ρήνης η οποία επροχώρει πάντοτε, γελώσα κ' επαναλέγουσα: — Ελάτε πίσω και δε σας πειράζω.

Ο Καραϊσκάκης βλέπων ότι επροχώρει η νύκτα, ήτον εις μεγάλην αγωνίαν περί του επιχειρήματος· διότι δεν ηκούετο σύνθημα· αλλά τελευταίον περί την δεκάτην ώραν της νυκτός ηκούσθη ο κρότος των κανονίων της Ακροπόλεως, και ο Καραϊσκάκης, όλος χαρά, δεν είχε πλέον όρεξιν ύπνου, αν και αγρύπνησε και εκακοπάθησεν ικανώς όλην εκείνην την νύκτα.

Αλλά, επειδή η υπόθεσίς του δεν επροχώρει και τα χρήματα εξωδεύοντο ματαίως, τον μεν Μεγάβαζον μετά των υπολειπομένων χρημάτων ανακαλεί εις την Ασίαν· πέμπει δε τον Πέρσην Μεγάβυζον τον Ζωπύρου μετά πολλής στρατιάς· ο οποίος ελθών διά ξηράς ενίκησε τους Αιγυπτίους και τους συμμάχους, εξεδίωξεν από την Μέμφιδα τους Έλληνας και απέκλεισε τέλος αυτούς εις την νήσον Προσωπίτιδα· επολιόρκει δε αυτούς επί έν ολόκληρον έτος και μήνας έξ, μέχρις ου αποξηράνας την διώρυγα και παρατρέψας αλλαχού το ύδωρ τα μεν πλοία έφερεν εν ξηρώ, της δε νήσου το πλείστον μέρος κατέστησεν ήπειρον· διαβάς δε πεζή εκυρίευσε την νήσον.

Ο Βρασίδας είχε προϊδεί ότι ο εχθρός περιφρονών τον αριθμόν των Πελοποννησίων θα έκαμνε το κίνημα εκείνο και θα επροχώρει κατά της Αμφιπόλεως με όσας δυνάμεις είχε προχείρους.