United States or Tonga ? Vote for the TOP Country of the Week !


Και αφού εθαύμασα αρκετά την εύμορφον και καρποφόρον γην του νησιού, είδα μακρόθεν κάποιες πεδιάδες και επροχώρησα προς τα εκεί· και βλέπω μακρόθεν ένα άλογον, που έβοσκεν εις εκείνα τα λειβάδια.

Οι Γότθοι ως τόσο, γυμνασμένοι τώρα στην καβάλλα από τις βορεινές πεδιάδες τους, δεν πολεμούσαν πια πεζοί καθώς πρώτα, μάλιστα το θαρρούσαν και πρόστυχο. Τους βρήκε ο Βάλεντας κλεισμένους μέσα σε πρόχειρο τοιχογύρισμα. Εκεί που τους χτυπούσε κατάστηθα, έρχεται από δίπλα τους μεγάλο Γοτθικό ιππικό, απομακρυσμένο ως την ώρα με το να μη γνώριζε πως αρχινούσε ο πόλεμος.

Σκέψου άλλωστε: αν κάψης το σώμα της, καμμιά ασφάλεια δε θα υπάρξη πεια στον τόπο. Ο Τριστάνος ξέφυγε. Σπιθαμή προς σπιθαμή γνωρίζει της πεδιάδες, τα δάση, τους πόρους, τα στενά. Κ' είναι τολμηρός. Βέβαια είσαι θείος του, και δε θα επιτεθή ποτέ εναντίον σου. Αλλά όλους τους βαρώνους, τους υποτελείς σου, που θα πιάση, θα τους σκοτώση».

Ήταν αρκετά εύκολο στις αμμοσκεπασμένες πεδιάδες του ανεμόδαρτου Ιλίου να πετά κανείς τη σκαλισμένη σαΐτα από το έγχρωμο τόξο ή να ρίχνη απάνω σε ασπίδα από βωδινό πετσί και φλογόθωρο χαλκό το μακρύ κοντάρι με την από ξύλο μελίας λαβή.

Η πόλις, ήγουν η βασιλική καθέδρα, είνε εις μίαν ωραιοτάτην τοποθεσίαν παραθαλάσσιον, περικυκλωμένη από το ένα μέρος με ευρυχωρότατες πεδιάδες, στολισμένες με πολυποίκιλα περιβόλια, και από τα βόρεια μέρη περιέχεται από ένα υψηλότατον βουνόν, από το οποίον τρέχουν παντοτεινά πλήθος κρύα νερά και ποτίζουσιν όλην την πόλιν και τα περίχωρα· το ρηθέν βουνόν είνε τόσον υψηλόν, που από την κορυφήν του φαίνονται τα καράβια τριών ημερών δρόμον μακράν, προτού να φθάσουν εις τον λιμένα, ως εγώ το είδα οφθαλμοφανώς, όταν διά περιέργειαν ανέβην εις την κορυφήν του.

Και μετ' ολίγην ώραν παρετήρησαν μακράν και είδον εις εκείνες τις πεδιάδες ωσάν ένα σκοτεινόν καπνόν, ήγουν ωσάν ένα σύγνεφον από κονιορτόν που το σηκώνει ο άνεμος και όταν επλησίασεν εις αυτούς με μεγάλην βοήν και ταραχήν, άνοιξε το σύγνεφον και βγήκε το Τελώνιον και τρέχοντας αρπάζει τον Πραγματευτήν από το χέρι με το σπαθί ξεγυμνωμένον και του λέγει· σηκώσου· θέλω να σε αποκεφαλίσω καθώς εσύ εσκότωσες τον υιόν μου.

Τότες όμως από τους βράχους, από τα βουνά κι από τις πεδιάδες, από τα περιγιάλια κι από τα χωριά γύρω γύρω, προχωρούσαν άλλοι μικροί, μικρούτσικοι αθρώποι κι αφτοί, που δε φαίνουνταν πριν. Είταν προστυχοντυμένοι και ντροπαλοί. Έννοιωθαν πως είχε ήλιο στη χώρα, κ' έρχουνταν τώρα ο καθένας να χαρή τη ζωή και το φως. Οι χωρικοί, λέει, δε φοβούνται τον ήλιο κ' η ζέστη τους αρέσει.

Η ενέργεια της ψυχής του δεν πεθνήσκει. Ο ποταμός θα λούση πάλε χωριά, προάστεια, ίσως γρήγορα και πόλη. Τότες τα νερά του θα μας βγάλουν καινούριες εικόνες, θα ξαναρχίση άλλους γύρους το ποτάμι· θα μπη σ' άλλα χώματα, θα σκάψη άλλες πεδιάδες.

Τι να το κάνη αυτό το σκυλί που δεν μπορεί να μείνη ήσυχο, ένας άνθρωπος καταδιωγμένος; Στης πεδιάδες και στα δάση, σ' όλη τη χώρα του, ο Βασιληάς μας κυνηγάει: ο Χουσδάν με τα γαυγητά του θα μας προδώση. Α! η αγάπη κ' η ευγενική φύσι του τον έσπρωχναν εδώ να βρη το θάνατο. Μολαταύτα, πρέπει να φυλαχτούμε. Τι να κάνουμε; Συμβουλεύτε με

Ο ποταμός όλο τρέχει κι όσο πάει φουσκώνει η ορμή του. Λες που για να περάση, σκάφτει τα χώματα και τρυπά τις πεδιάδες. Πληθαίνουν τα λαμπρά νερά, πληθαίνουν κ' οι αθρώποι. Παντού βλέπεις χωράφια και πάλε χωράφια. Δεν είναι τόπος χωρίς κάτοικο, αγρός χωρίς εργάτη.