United States or Andorra ? Vote for the TOP Country of the Week !


Ο Φιλόθεος είχε γραμματαλλαγή με τους Βενετζιάνους, να το βαρέσουνε λευθερόνοντας το σκλαβωμένο γένος μας και αγροικόταν με τους Καπεταναίους και δεσποτάδες της Ρούμελης. Κατά καιρό που κατέβηκε η αρμάδα στα νησιά, ούλη η Ρούμελη εδούλεψε σπαθί, και εκλάδεψαν πάσα ψυχή αλλόπιστων αγαρηνών.

Η χρυσές κλωστές ξέβαψαν, αλλά όχι και η χρυσή τρίχα των μαλλιών σου». Η Ιζόλδη έρριξε μακρυά το μεγάλο σπαθί και πήρε στα χέρια τον επενδύτη του Τριστάνου. Είδε τη χρυσή τρίχα και σώπασε ώρα πολλή. Έπειτα φίλησε τον πληγωμένο στα χείλη, για σημείο ειρήνης, και του φόρεσε τα πλούσια ρούχα του.

Μα ως τότε εδώ χωρίς θαμό θα κοίτεσαι στα πλοία, και νύχτα μέρα γύρω σου γυναίκες των οχτρώνε θα κλαίνε δάκρια χύνοντας, αφτές π' αντάμα οι διο μας 340 με το σπαθί σκλαβώσαμε και την παλικαριά μας, των Τρώων σαν κουρσέβαμε αρχοντοπλούσιες χώρες

Γέρο προδότη, γρήγορα την προσευχήν σου κάμε, κ' είναι συρμένο το σπαθί που θα σε θανάτωση! ΓΛΟΣΤ. Ω! Ας κτυπήση δυνατά το εύσπλαγχνό σου χέρι. Ο ΕΔΓΑΡ ανθίσταται. ΟΣΒ. Και πώς, αυθάδη χωρικέ, τολμάς ενός προδότου εσύ να γίνης βοηθός; Φύγε απ' εδώ, μη τύχη και σου κολλήσ' η Μοίρα του κ' εσένα: Άφησέ τον! Μη του κρατείς το χέρι του, σου λέγω! ΕΔΓΑΡ Δεν τ' αφίνω, αν δεν μου πης το διατί.

Οι Αιτωλοί είχαν πόλεμο κι' οι άφοβοι Κουρήτες γύρω στη χώρα Κάλυδο, και σφάζουνταν με πάθος, 530 τ' όμορφο κάστρο οι Αιτωλοί ζητώντας να γλυτώσουν, κι' οι άλλοι τους με το σπαθί διψούσαν ναν το πάρουν.

Λένε, μα το Θεό, πως και το μάλαγμά της μοναχά γιαίνει αρρώστιες και δείχνει θάμματα. — Ο Σουλτάν Μουχαμέτης, ο Ασβιούκ, όπως τον έλεγαν, ξανάρχισε ο Γεροκαλαμένιος, που τον πολεμούσε, ακούγοντας πολλά για το σπαθί του, έστειλε σ' αυτόν άνθρωπό του και του το γύρεψε να το ιδή από περιέργια.

— Ο Σουλτάν Μουχαμέτης, ο Ασβιούκ όπως τον έλεγαν, ξανάρχισε ο Γεροκαλαμένιος, που τον πολεμούσε, ακούγοντας πολλά για το σπαθί του, έστειλε σ' αυτόν άνθρωπό του και του το γύρεψε να το ιδή από περιέργια. Ο Σκεντέρμπεης το 'στειλε μετά χαράς, κι ο Σουλτάνος επρόσταξε τους πλέον αντρειωμένους του να το δοκιμάσουν. Μα πού να κάνη όσα έκανε το σπαθί 'ςτά χέρια του αφεντικού του.

Αλλ' όμως ο αράθυμος Τυβάλτης δεν ακούει, κι αντί τα λόγια του αυτά να τον καθησυχάσουν, 'ς του Μερκουτίου χύνεται το στήθος το γενναίον με το σπαθί του το γυμνόν. Κ' εκείνος αναμμένος το σίδεροντο σίδερον αμέσως αντικρύζει, και μ' ένα χέρι πολεμά τον θάνατον να διώξη, κ' εις τον Τυβάλτην προσπαθεί με τ' άλλο να τον δώση κι αυτός πασχίζει τεχνικά να του τον στείλη 'πίσω.

Ο καπετάν Λαχτάρας βλέπει γύρω τις στεριές να πισωδρομούν σκοτεινά σύγνεφα στη βία του βοριά· βλέπει το κύμα να τον καβαλά· βλέπει απάνω σπαθί ακονισμένο τ' ολοφούσκωτο πανί, πνίγεται και μανίζει από την απελπισία και τον εφιάλτη. Τι θα γίνη; πού τον στέλνει σφιχτοδεμένον έτσι ο μισητός σύντροφος; Πάσχει να λύση τα σχοινιά, θέλει να φωνάξη· μα είνε ανίκανος. Φυσά και βράζει μέσα του η κόλασις.

ΑΓΓΕΛ. Ω αυθέντα μου, απέθανε ο δούκας! Τον σκότωσ' ένας δούλος του εκεί όπου τον Γλόστερ ο δούκας τον ετύφλωνε! ΔΟΥΞ ΑΛΒ. Ετύφλωσε τον Γλόστερ! ΑΓΓΈΛ. Δούλον τον είχε από παιδί, — αλλ' ο θυμός τον 'πήρε κ' ετόλμησε ν' αντισταθή με το σπαθίτο χέριτην πράξιν του κυρίου του. Ο δούκας αφρισμένος ώρμησε τότε και νεκρόν τον άφησετον τόπον.