United States or Portugal ? Vote for the TOP Country of the Week !


Δεν επέρασαν τρεις ημέρες κ' έπεσε στο κρεβάτι χτυπημένη από κρυφή και άσχημη αρρώστια. Τρέχουν αμέσως οι διαλαλητάδες ολούθε, σε Μωριά και Ρούμελη, στα Δωδεκάνησα και τα Φραγγονήσα, στην Πόλη και τη Βενετία διαλαλούν και λένε: — Όποιος γιατρός βρεθή και γιατρέψη τη Μπεοπούλα του Φαρακλού να τον ντύση στο μάλαμα ο Μπέης ο αφέντης της και στ' ασημάρματα ο Μωσά Μπαρδούνιας ο άντρας της!...

Τι κάνεις, Καραϊσκάκη; Έλπιζα νάρθηςτα Μπιτώλια να με προσκυνήσης και να σου δώσω όλα τα βιλαέτια, από την Αθήνα ως την Άρτα. — Εγώ να σε προσκυνήσω; του αποκρίνεται ο Καραϊσκάκης. Αν είσαι Ρούμελη Βαλεσής εσύ, είμαι κ' εγώ Ρούμελη Βαλεσής. Κι' αν ήξερε η Διοίκησή μου ότι κρένομε τώρα μαζί, με κρέμαγε κ' εμένα και δεκαπέντε χιλιάδες στρατέματα, που έχωτη Λεψίνα.

Ποιος από τους Ελλαδίτες δεν έχει Ελλαδική αντίληψη; Ποιος έχει να στενοχωρεθεί για κείνο που μπορούσε να είχε γίνει και δεν έγινε, ή για κείνα που δεν τα κατάφεραν καλά, ή για τους αναρίθμητους Έλληνες που θα πρέπει ή να γίνουν Βούλγαροι ή να φύγουν από τους τόπους που είναι πατρίδα τους, πατρίδα άλλο τόσο Ελληνική, όσο Ελληνικός είναι και ο Μωρηάς ή η Ρούμελη; Και ποιος άλλος, παρά κακόβουλοι εχθροί του πρωθυπουργού και του κόμματος, για προσωπικούς λόγους, μπορούν να ξεστομίσουν καν την αμφιβολία τους; «Μα την ώρα που η Ελλάδα από 64,000 χιλιόμετρα γίνεται 84,000, τι γίνεται η Βουλγαρία και η Σερβία;». Αν η Βουλγαρία, γίνεται τζάμπα και με τη βοήθειά μας, μ ε γ ά λ η Β ο υ λ γ α ρ ί α, διπλή δηλαδή παρ' ό,τι ήταν, και με λιμάνια στο Αιγαίο, και βάζουμε στο κεφάλι μας για τα μελλούμενα χρόνια του Έθνους μπελάδες χίλιες μύριες φορές χειρότερους από τον μπελά των Τούρκων, κατεβάζοντας τους Σλαύους εμείς και δυναμώνοντάς τους, τι μας μέλει εμάς τους Ελλαδίτες; Δεν πάει να γίνει ό,τι θέλει και Βουλγαρία και Σερβία, αφού εμείς είμαστε ευχαριστημένοι με το κράτος μας και μας παινούνε κιόλας οι Ευρωπαίοι για τον πρωθυπουργό μας; Και αν μάλιστα μας λάχει και η Θ ε σ σ α λ ο ν ί κ η ― πράμα όχι αδύνατο ούτε και πολύ σπουδαίο, γιατί θα πάρουμε μόνη την πολιτεία και λίγα χιλιόμετρα γύρω, και σε δέκα χρόνια μέσα τα Σερβικά και Βουλγάρικα λιμάνια στην Αδριατική και στην Άσπρη θάλασσα θα ρουφήξουν όλο το τωρινό εμπόριο της Θεσσαλονίκης, ― ε, τότε ποιος μας πιάνει;

Τώρα, σα γυρίσω από τα Νησιά, θα μείνω ακόμη ένα μήνα στην Αθήνα, και στο μεταξύ θα πάω δεκαπέντε μέρες στη Ρούμελη, μαζί με το Δροσίνη... Η δημώδηςΓια την δημώδη τι θα μου πήτε, κ. Ψυχάρη; — Μήπως δεν τάπαμε πολλές φορές; — Ας πούμε λίγα και σήμερα... — Να σας πω κάτι λοιπόν και να το σημειώσετε, γιατί θαρρώ πως έχει πολύ να κάνη. Να το γράψετε όπως σας το λέω.

Εδώ κάνω κατάγραμμο της δυστυχισμένης φαμίλιας μας που καταγώμαστε σκλιτάδα και σκλιτάδα από τη Ρούμελη και ήρθαμε σε τούτο το νησί της Ζακύνθου από κατατρεμμό και όχι από άλλο. Ο πατέρας μας, που ν' αγιάσουν τα κόκκαλά του, ελέγονταν Γιάννης και ήτον από την χώραν Αγιθυμιά, και η μάνα μας, που ο θεός να τη σχωράη, Σαλονίτισα, και ελέγονταν Βιολέτα. Γεννηθήκαμε τέσσαρα αδέρφια.

Ξυπνήσαμε και μεις τότες, και στείλαμε μερικούς δασκάλους στη Ρούμελη, να μας σπείρουν τ' ανώμαλα ρήματα και να φυτρώση «Ελληνισμός». Ο Στόικος όμως όλο δούλευε. Δούλευε με την καρδιά του, με τα χέρια του, με τη θέλησή του, με την υπακοή του. Με το κεφάλι, καθόλου. Του κεφαλιού τη δουλειά την έκαναν οι αρχοντάδες της Σόφιας. Εκείνοι πρόσταζαν, ο λαός δούλευε. Ως και το Σύνταγμά του τέτοιο είταν.

Πολλάκις έπλαττε ψεύματα τεχνικώτερα της αληθείας και εξουθένωνε την αλήθειαν ως ανυπαρξίαν. Ελάττωμα μόνον είχε την οξυθυμίαν· είχεν όμως πάντοτε ειλικρινή καρδίαν. Η Τουρκία όλη τον είχεν εις μεγάλον θαυμασμόν και ωνόμαζεν αυτόν Ρούμελη και Μώρα βαλεσί, ο εστιν ηγεμόνα της Ελλάδος. Οι Αλβανοί μάλιστα ομνύουν εις το όνομά του.

Τουφέκι δεν έπεφτε στο Μοριά ή στη Ρούμελη που δεν έβρισκε τον αντίλαλό του στ' ακαταπόνετα τα Σφακιά. Τρία χρόνια σηκωνότανε και ξανάπεφτε το ηρωικό το νησί στην τρομερή, στην άνιση την παλαίστρα με το μυριόνυχο και το μυριόδοντο το θεριό.

Και για ν' αφήσουμε τους μεγάλους εκείνους πατριώτες στην ησυχία τους, κάμε μας τη χάρη και πες μας με το μελίρρυτο στόμα σου, τι καλό μας έκαμαν ως την ώρα οι μετοχές και τα παρέμφατα, που τα σπείρετε σαν πατάτες στη Ρούμελη, στη Μακεδονία, στην Ήπειρο; Ως πότε πια θα νανουρίζουμε τακαμάτικο αυτό το έθνος μ' ανωφέλητα λόγια, με παλιές ιστορίες; Πότε θα του βάλουμε σπίρτο στο ρουθούνι να το ξυπνήσουμε; Ξύπνησέ το έτσι το έθνος, κι αυτό μονάχο του θα τις θυμηθή τις περασμένες τις δόξες.