United States or São Tomé and Príncipe ? Vote for the TOP Country of the Week !


Ο Τημουρτάς Χαν λαμβάνοντας μίαν τοιαύτην θλιβεράν είδησιν, εθλίβη μεγάλως, και έπεσεν εις μεγάλην απελπισίαν. Και δεν έφθασε μόνον αυτό, αλλά ολίγον ύστερα φθάνει ένας Οφφικιάλος, και φέρνει την είδησιν ότι ο Βασιλεύς Αμούρης, αφού και εθανάτωσεν όλον το στράτευμα του Καλάφ, έρχεται διά να θανατώση όλην την οικογένειαν την βασιλικήν, και να κυριεύση όλον το Βασίλειον.

Ναι, ω μητέρα! φονικωτάτη πράξις! όσο βασιλέα να θανατώση τις κ' επάνω εις τον νεκρόν του να νυμφευθή κατόπιν με τον αδελφόν του. αλλά ευτυχώς τούτος ο ονειδισμός γεννά εις την Γελτρούδην έκπληξιν τόσο φυσικήν ώστε γίνεται φανερόν ότι αυτή ουδέ καν γνώσιν είχε της δολοφονίας.

Αποφασίζοντας λοιπόν ο βασιλεύς να μη την θανατώση εσηκώθη από την κλίνην διά να κάμη το προσκύνημά του και να υπάγη εις το συμβούλιον διά τας υποθέσεις της βασιλείας του· Εκείνην την νύκτα ο βεζύρης επέρασε με μεγάλην αδημονίαν και θλίψιν, θρηνώντας την κακήν τύχην της θυγατρός του· και μάλιστα οπού αυτός ο ίδιος έμελλε να την αποκεφαλίση· και την αυγήν, όταν επρόσμενε τον βασιλέα διά να του δώση την θλιβεράν απόφασιν του θανάτου της θηγατρός του, βλέποντάς τον να πηγαίνη εις τον συμβούλιον χωρίς να του δώση καμμίαν προσταγήν, έμεινε θαυμασμένος με κάποιαν ελπίδα και χαράν.

Πλην δεν ηδυνήθη να την πείση, και είδεν ότι ήτο τωόντι ανάγκη ή να θανατώση τον κύριόν του ή αυτός να θανατωθή υπό άλλης χειρός· επροτίμησε λοιπόν να ζήση και απέτεινε την εξής ερώτησιν· «Επειδή με αναγκάζεις να φονεύσω παρά την θέλησίν μου τον εμόν δεσπότην, ας ακούσω με ποίον τρόπον δύναμαι να εκτελέσω το πράγμα.» Η γυνή αποκριθείσα είπε· «Θα ορμήσης εκ του ιδίου μέρους εκ του οποίου και εκείνος με έδειξεν εις σε γυμνήν και θα τον κτυπήσης κοιμώμενον

Παράλαβε όμως ο Διοκλητιανός από την Ασία κι άλλα κάμποσα βαρβαρικά συστήματα, αν κρίνουμε από τις ψεύτικες κατηγορίες που κόλλησε τω Συγκλητικών του για να τους θανατώση, από τις χρυσομέταξές του στολές, κι από το περίφημο πρόσταγμά του, όποιος του παρουσιάζεται να πέφτη χάμω και να τον προσκυνά. Δεν τονέ γλύτωσαν αυτά όλα ως τόσο από το βαρεμό που τον έπιασε στα γεράματά του.

Ορέστη, αδελφέ μου, είσαι πολύ μικρός ώστε να βοηθήσης την αγαπητήν σου αδελφήν, αλλά κλαύσε και συ και παρακάλεσε τον πατέρα μας να μη θανατώση την αδελφήν σου. Τας συμφοράς αισθάνονται κάπως και τα νήπια. Ιδού, πατέρα μου, και αυτός ακόμη ο Ορέστης σε ικετεύει έστω και σιωπών. Λυπήσου με και φείσθητι της ζωής μου.

Κάθε ένας τον αναθεματούσε, και ο Σουλτάνος της Καρίσμου με όλες τες επιμέλειες που είχε βάλει διά να τον πιάση και να τον θανατώση, δεν του εστάθη ποτέ δυνατόν· επειδή και αυτός ο μάγος ήξευρε να αποφύγη κάθε παγίδα, που του εσταίνονταν, με την μαγικήν του τέχνην.

Ή, τουλάχιστον, ώφειλε μάλλον ο Μενέλαος να θανατώση την κόρην του Ερμιόνην χάριν της μητρός της, διότι η υπόθεσις αποβλέπει αυτόν τον ίδιον. Τώρα όμως εγώ μεν, ήτις υπήρξα πιστή σύζυγός σου, θα στερηθώ της κόρης μου, η δε απιστήσασα θα ευδαιμονή έχουσα εις τον εν Σπάρτη οίκον της αβλαβή την θυγατέρα της. Αποκρίσου μοι, εάν σφάλλωμαι.

«Αλάθευτα ο Τηλέμαχος μας ετοιμάζει φόνον, 325 είτε θα φέρη βοηθούς απ' την αμμώδη Πύλο, είτε απ' την Σπάρτην, επειδή και ορμή δείχνει μεγάλη• μην ίσως καιτην Έφυρα, το καρποφόρο χώμα, θα πάη, κείθε θανάσιμα να φέρη εδώ βοτάνια, κ' εις τον κρατήρα ρίξη τα και όλους μας θανατώση». 330

Εάν κανείς επρομελέτησε εκουσίως να φονεύση κανένα φιλικόν άνθρωπον, έξω από εκείνους που επιτρέπει ο νόμος, και τον πληγώση μεν, αλλά δεν ημπορέση να τον θανατώση, τότε δεν πρέπει να συγχωρήσωμεν τον προμελετήσαντα και πληγώσαντα ούτε να τον σεβασθώμεν αλλέως, αλλά, ως να εφόνευσε να τον αναγκάσωμεν ν' υποστή την ποινήν του φόνου.