United States or Saint Vincent and the Grenadines ? Vote for the TOP Country of the Week !


Και ο θείος ο χοιροβοσκός το εσπέρας επανήλθε, ενώ μαζή με τον υιόν ετοίμαζ' ο Οδυσσέας τον δείπνο, με χρονιάρικο θρεφτάρι 'που 'χαν σφάξει. κ' ήλθ' η Αθηνά κ' εκτύπησε τον θείον Οδυσσέα, 455 με το ραβδί και γέροντα τον έκαμεν οπίσω, και ρούχα του 'βαλε πτωχά, μήπως ο χοιροτρόφος, άματα μάτια τον ιδή, γνωρίση τον και τρέξη της Πηνελόπης να το ειπή και δεν το κρύψη ο νους του.

Ο Αλτούν Χαν, βασιλεύς της Κίνας, ευθύς που ήκουσε την αιτίαν του ερχομού του, άλλαξε η όψις του και έμεινεν ωσάν νεκρός· και αφού εσυνήλθεν, εκατέβη από τον θρόνον του, και επλησίασεν εις τον Καλάφ λέγοντάς του· νέε τολμηρέ, ηξεύρεις εσύ, του είπε, την σκληράν απόφασίν μου, και το δυστυχισμένον αποτέλεσμα όσων έως την σήμερον ηθέλησαν να σταθούν πεισματικώς εις το να θελήσουν να λάβουν την βασιλοπούλαν θυγατέρα μου; Ναι, βασιλέα, απεκρίθη ο Καλάφ, γνωρίζω όλον τον κίνδυνον, εις τον οποίον βάνομαι, και οι οφθαλμοί μου είνε μάρτυρες εις εκείνον τον θάνατον, που έδωσες εχθές του άλλου βασιλοπούλου, μα εγώ ελπίζω να διαλύσω τα ζητήματα της θυγατρός σου και να μη κινδυνεύσω ωσάν οι άλλοι.

Και να φυλάξουν βγήκανε νομάτοι αρματωμένοι 80 με λοχαγούς του Νέστορα το γιο το Θρασυμήδη, τους αδελφούς Ασκάλαφο και Γιάλμενο, γιους τ' Άρη, το Δήπυρο, τον Αφαριά, τον άφοβο Μηριόνη, και με το Λυκομήδη, γιο του Κρέοντα αντριωμένο. Εφτά 'χαν οι φρουροί αρχηγούς, και νιοί εκατό ακλουθούσαν 85 κάθε αρχηγό, έχοντας μακριά στα χέρια τους κοντάρια.

Αυτά 'πε' κ' ευθύς έστρεψε κ' εκάθισ' ο Οδυσσέας. κ' έστρωσ' ο Εύμαιος κλαδιά με μιαν προβιάν επάνω, κ' εκάθισεν ο ποθητός υιός του Οδυσσέα. τότε πινάκια κρέατα ψητά, 'πού 'χαν τους μένει από τον δείπνον, έφερεαυτούς ο χοιροτρόφος, 50 κ' εσώρευσεν ογλήγορατα κάνιστρα τον άρτο, και εις καυκί μέσα γευτικό κρασί τους συγκερνούσε, και αντίκρυ αυτός εκάθισε του θείου Οδυσσέα. άπλωσαν 'κείνοιτα έτοιμα φαγιά 'που 'χαν εμπρός τους• και του φαγιού και του πιοτού την όρεξι αφού σβύσαν, 55 ωμίλησε ο Τηλέμαχος, του θείου χοιροτρόφου• «Πατέρα, πόθεν σου 'φθασεν ο ξένος; 'ς την Ιθάκη οι ναύταις πώς τον έφεραν; από ποιο γένος ήσαν; τι δεν πιστεύ' ότι πεζός εδώ 'φθασεν ο ξένος». Και προς αυτόν απάντησες, ω Εύμαιε χοιροτρόφε• 60 «Όλην θ' ακούσης απ' εμέ, παιδί μου, την αλήθεια• το γένος έχει απ' το νησί το ευρύχωρο της Κρήτης• και λέγει ότι παράδειρε πλανώμενος εις χώραις θνητών πολλαίς, ως θέλησεν η μοίρα του, και τώρα από καράβι Θεσπρωτών πάλιν φευγάτος ήλθε 65 εις την καλύβα μου, κ' εγώ θα σου τον παραδώσω• πράξε όπως θέλης• ήξευρε 'που ικέτης σου προσπέφτει».

Δύο χωρία ερίζουσι περί τούτου το Χαν Μινυέ και το Τελ Χουμ, αλλ' εις ποίαν εκ των δύο θέσεων έκειτο η πόλις; Εις εμέ αι αξιώσεις του Τελ Χουμ φαίνονται ευλογώτεραι. Εκεί σώζονται τα ερείπια αρχαίας Συναγωγής, ενώ εις Χαν Μινυέ δεν σώζεται σχεδόν τίποτε, ειμή ερείπια ερειπίων.

Μισεύοντας δε ο Φακύρης δεν απέρασε ολίγη ώρα και ακούω μεγάλον κτύπον εις το σπήτι μου· τρέχω να ιδώ το τι ήτον και με μεγάλην μου έκστασιν βλέπω ένα αριθμόν από στρατιώτας του βασιλέως Φαραούτζ χαν. Έλα με ημάς, μου λέγει ο αρχηγός τους· έχομεν πρόσταγμα διά να σε φέρωμεν στο παλάτι. Ποίον φταίξιμον εγώ έκαμα; του είπα, εις τι είμαι εγκαλεσμένος, πες μου σε παρακαλώ.

Είπε• και ο Ασφάλιος το νερό τούς έχυσε εις τα χέρια, ο επιμελής θεράποντας του ενδόξου Μενελάου• και άπλωσαν κείνοιτα έτοιμα φαγιά 'που 'χαν εμπρός τους.

Τότε ο Αλτούν Χαν λέγει της θυγατρός του, τώρα, ω θυγατέρα μου, πρέπει να ομολογηθής νικημένη, και να κλίνης εις το να στεφανωθής τον νικητήν σου· οι άλλοι δεν ημπόρεσαν να αποκριθούν ούτε εις ένα από τα αινίγματά σου, και τούτος σου τα εξηγεί όλα.

Καββαλλακεύει τ' άλογο και χάνεται 'ςτά γνέφια. Όσο τον κάμπο να διαβή τον έπιασε η χιονούρα. Πιάνει κ' η νύχτα, η καταχνιά θολή κ' η νύχτα μαύρη. Εχάθηκαν γη κι' ουρανός και μοναχά 'μπροστά του Ανεμοστροβιλίζονταν η σπίθαις της χιονούρας. Όσο να φτάση 'ςτό βουνό ρίχνει μια πήχη χιόνι, Και χάν' τη στράτα τ' άλογο.

Αυτά 'πε η ασύγκριτη θεά, κ' επροπορεύθη εκείνου ογλήγορα• κατόπι της αυτός ακολουθούσε, 'ς το βαθύ σπήληον έφθασαν η αθάνατη και ο άνδρας, και εις το θρονί κάθισε αυτός, 'που 'χε καθίσει πρώτα 195 ο Ερμής• και του παράθεσε να φάγη και να πίη η νύμφη από τα φαγητά, 'που τρέφουν τους ανθρώπους. και αγνάντια κείνη εκάθισετον θείον Οδυσσέα, και νέκταρ της παράθεσαν η δούλαις και αμβροσία. και άπλωσαν κείνοιτα έτοιμα φαγιά, 'που 'χαν εμπρός τους• 200 και άμ' ευφρανθήκαντο φαγί και εις το πιοτόν εκείνοι, η Καλυψώ τότ' άρχισεν η ασύγκριτη να λέγη•