United States or Italy ? Vote for the TOP Country of the Week !


Εδώ το «αιεί πλείον δέπας» δεν σημαίνει ότι το ποτήρι ήτο πάντα πλήρες διά τον Ιδομενέα, είτε μαχόμενον είτε κοιμώμενον, αλλ' ότι μόνος αυτός είχε το προνόμιον να συνδειπνή καθ' όλην του την ζωήν μετά του βασιλέως και όχι όπως οι άλλοι του στρατιώται οίτινες μόνον είς τινας ευκαιρίας εκαλούντο.

Αλλ' η σιγή η απόλυτος μ' εξήγαγεν εκ της αφαιρέσεώς μου, ως αφυπνίζει τον κοιμώμενον επιβάτην η στάσις του σιδηροδρόμου. Και η κοιλάς του Ιλισσού μου έκαμεν εντύπωσιν του μαγευμένου δάσους των παραμυθιών, εις το οποίον, αντί της «βασιλοπούλας» εκοιμάτο η φαινομηρίς και γυμνόλαιμος «μπαρμπουνάρα» των λαϊκών θεάτρων.

Είπαμεν λοιπόν ότι δεν είναι διάθεσις, διότι τότε θα ημπορούσε να υπάρχη η ευτυχία και εις τον κοιμώμενον καθ' όλην του την ζωήν, όταν φυτοζωή κανείς, έστω και αν υποφέρη τας μεγαλιτέρας δυστυχίας.

Διότι η μεν ηθική κατάστασις είναι δυνατόν να υπάρχη χωρίς να εκτελή κανέν αγαθόν, λόγου χάριν εις τον κοιμώμενον ή άλλως πως αδρανή, ενώ η ενέργεια δεν είναι δυνατόν να αδρανή. Διότι κατ' ανάγκην θα δράση και θα ευδοκιμήση.

Πόσον άνω ανήλθες, και παρετήρησες τόσον κάτω;. . . Και με ποίας πτέρυγας ανήλθες, και κατέπεσες, ως ο Ίκαρος, ικανοποιημένος ότι ευρέθης υπό στέγην και εντός των τεσσάρων τοίχων, εις ους σ' επανευρίσκω μακαρίως κοιμώμενον;. . . Εκπλήττεσαι και σιγάς;. . .

Και εσκέπτετο ο Δημήτρης, και εσκέπτετο η Μαριώ, και εστρέφοντο με κλειστούς οφθαλμούς επί της κλίνης των, προσποιούμενος έκαστος ότι εκοιμάτο, ίνα μη αφυπνίση τον άλλον, ον υπέθετε κοιμώμενον. Τέλος εβαρύνθη ο ανήρ να κρατή κλειστά τα όμματά του. Τα ήνοιξε, και είδεν άγρυπνον παρ' αυτώ την γυναίκα του. — Δεν κοιμάσαι και συ Μαριώ; είπε.

Έπειτα δεν είναι μόνον κατά την γνώσιν φρόνιμος, αλλά και κατά την εκτέλεσιν. Ενώ ο ακρατής δεν είναι εκτελεστικός. O δαιμόνιος όμως δεν υπάρχει εμπόδιον να μην είναι ακρατής. Ούτε βεβαίως ομοιάζει τον γνωρίζοντα και πεφωτισμένον ο ακρατής, αλλά τον κοιμώμενον ή τον μεθυσμένον.

Πώς δε λύεται η άγνοια και γίνεται πάλιν επιστήμων ο ακρατής, υπάρχει η ιδία εξήγησις με τον μεθυσμένον και κοιμώμενον και δεν είναι ειδική μόνον εις τούτο το πάθος, και δι' αυτό αυτήν πρέπει να την μάθωμεν από τους φυσιολόγους.

Τότε συνέβη πολλάκις ο κυρ-Δημάκης και κέφαλον κοιμώμενον να καμακίση, και λαύρακα σπινθηρίζοντα ως εξ αργύρου, και σκορπιόν θεότυφλον. Τότε ουδείς πάγουρος διέφευγε τον άσπλαγχνον γάντζον του. Όσα κοιλώματα και αν είχε το βαθύ χάραυλον, ο κυρ-Δημάκης είχε την τέχνην να τον εξαγάγη εκείθεν, θέλοντα μη θέλοντα.

Περί μεσημβρίαν ελλιμενίσθημεν εις Σιβιταβέκιαν. Δεν απεβιβάσθην εκεί. Έμεινα εντός του πλοίου. Προς το εσπέρας ο γέρων κρατών εις την αγκάλην το πτώμα της θυγατρός του, ως μήτηρ φέρουσα βρέφος κοιμώμενον, κατέβη την κλίμακα του ατμοπλοίου. Πέπλος λευκός εκάλυπτε την νεκράν από κεφαλής μέχρι ποδών.