United States or Botswana ? Vote for the TOP Country of the Week !


Κι' απάνου απ' το κεφάλι του πάει στέκει και του κάνει «Γέρο, το βλέπω, οι συφορές δε σε τρομάζουν, που έτσι κοιμάσαι ακόμα από πολλούς οχτρούς τριγυρισμένος, τι ο Αχιλέας σ' άφισε. Και τώρα ναι τον πήρες 685 το γιο σου αδρά πλερώνοντας, μα εσένα ο Αγαμέμνος κι' οι Δαναοί αν σε νιώσουνε, σαν τρίδιπλα οι δικοί σου οι γιοι ίσως δώσουν, ζωντανό για να σε πάρουν πίσω

Όταν λοιπόν, ω άνδρες, ο μεν λύχνος εσβέσθη, οι δε δούλοι απεσύρθησαν, έκρινα ότι έπρεπε ν' αφήσω τας περιστροφάς και να του ειπώ ελευθέρως ό,τι εσκεπτόμην και κινήσας αυτόν, — Σωκράτη, κοιμάσαι; ερώτησα. — Όχι δα ακόμη, μου απήντησε. — Ηξεύρεις λοιπόν τι ιδέαν έχω; — Πώς να το γνωρίζω; είπε.

Τον Κατσαντώνη μη ξεχνάς. Κ' όλους να τους θυμάσαι, Κι' όσαις φοραίςτο στρώμα σου θα πέφτης να κοιμάσαι, 'Σ την προσευχή σου που θα λες, παιδί μου, 'ς το Θεό μας Λέγε δυο λόγια και γι' αυτούς, να ζήσουν παρακάλα Εκείνον που τους έρριξετον κόσμο για καλό μας. Έχουν να κάνουν θαύματα για μας αυτοί μεγάλα!

Όχι! δεν είνε όνειρο, κι' ουδέ κοιμάσαι ακόμα Σ' έφερε τ' άλογό σου εδώ κομμάτια 'ςτό δισάκι Κ' εγώ, που μ' εξεγλύτωσες απ' τη σκλαβιά μια μέρα Εγώ με την αγάπη μου και με τα δάκρυά μου, Εγώ μ' αθάνατο νερό σ' ανάστησα, λεβέντη. Τώρ' αρματώσου γλήγορα, ανέβα 'ςτ' άλογό σου Και χτύπα το, σαν αστραπή 'ςτό σπήτι να φέρη.

«Κοιμάσαι με περίλυπην καρδιάν, ω Πηνελόπη; όχι, δεν θέλουν οι θεοί, 'που ζουν ευτυχισμένα, 805 να κλαίης, να λυπιέσαι συ, και ακόμη θα γυρίση το τέκνο σου• και των θεών αυτός δεν είναι πταίστης». Και η Πηνελόπ' η φρόνιμη απάντησεν εκείνης, πολύ γλυκά ρουχάζονταςταις πύλαις των ονείρων•

Σου εστρώσαμεν εις το κιόσκι, μοι είπεν ενώ κατηρχόμεθα την κλίμακα. Εσύ κοιμάσαι πολύ ελαφρυά, και τα παιδιά ξυπνούν πρωί και κάμνουν πολύ θόρυβο. Γι' αυτό σ' εστρώσαμε στο κιόσκι. Όταν η μήτηρ μου ήνοιξε την θύραν του περιπτέρου, ευώδης οσμή καιομένου αρωματικού ξύλου προσέβαλε την όσφρησίν μου. Τα πάντα εν τω οικίσκω εφαίνοντο εκτάκτως ηυτρεπισμένα.

Έρχουνται τα κύματα, φαρδιά φαρδιά με τον αφρό τους, έρχουνται και απλώνουνται, ξαπλώνουνται και φωνάζουν της αμμουδιάς· «Έλα, έλα μαζί μας, εσύ που μας μαγέβεις και μας τραβάς, έλα να σε τραβήξουμε και μεις, έλα να σε πάμε πέρα στανοιχτάΜου φάνηκε σα να είταν το τραγούδι της αγάπης. Εσύ που κοιμάσαι στην ακρογιαλιά, έλα, φωνάζει κ' η αγάπη, έλα νανοίξη ο ουρανός, νανοίξη κ' η ψυχή σου.

Ο Έφις, ωστόσο, δεν έφυγε. «Δεν μπορώ να βγω έτσι και να παρουσιαστώ στις αναγελάστρες υπηρέτριες του ντον Πρέντου. Πρέπει να μου βρεις ρούχα. Άντε: τι σκέφτεσαι όταν δεν κοιμάσαι; Άντε, άντε: χριστιανή μου.» «Τι, δεν είμαι χριστιανή εγώ; Πιο χριστιανή από εσένα, ψυχή μου.

Κοιμάσαι συ. Εγώ στέκω έξυπνος, και σε φυλάγω. Άμα φέξη, άμα εβγή ο αστέρας, άμα το πρώτο γλυκοχάραγμα φανή στον ουρανό, σ' εξυπνώ, ή ξυπνάς μοναχή σου, και φεύγομε. Θέλεις άλλο τίποτε; Δεν πιστεύεις εμένα; Εγώ είμαι πατέρας σου. Η Αϊμά δεν ετόλμησε να επιμείνη, και ηναγκάσθη να δεχθή το μέσον τούτο. Ο Πρωτόγυφτος εκλείδωσεν έσωθεν την θύραν, και τη έδωκε την κλείδα.

Και ημείς, είπεν ο Γεροστάθης, ενομίζομεν ότι ακόμη κοιμάσαι. — Όχι, απεκρίθη, είμαι έξυπνος προ δύο ωρών. Πλησίον δε του Πέτρου ίστατο μικρόν παιδίον, του οποίου η φυσιογνωμία δεν μας ήτο άγνωστος. — Και ποίον είναι αυτό το καλόν παιδίον; ηρώτησεν ο Γεροστάθης. Ο δε Πέτρος απήντησε