United States or Taiwan ? Vote for the TOP Country of the Week !


Τι, θέλεις να πεθάνεις μαγκούφης;» «Λοιπόν», είπε ο Έφις ανασηκώνοντας το κεφάλι, αρνούμενος όμως το ζωμό, «φεύγουμε…» «Μα τι λες; Θέλεις να ξαναφύγεις; Τι σουρτούκης!» «Ε, τι κάνεις; Πάμε στη Στεφάνα, που σου έχει φυλάξει ένα ρόδι… Άντε, αγόρι μου

Ξανάβλεπε μόνο την παγερή αλλά ανήσυχη μορφή της Νοέμι να τον παρακολουθεί και να του λέει σαν να ήταν μυστικό: «Πηγαίνετε, άντε, πηγαίνετε στο πανηγύρι…. Πηγαίνετε, σας περιμένουν». Τους έδιωξε και το πρόσωπό της φωτίστηκε μόνο την ώρα του αποχαιρετισμού στην εξώπορτα που την έκλεισε μπροστά της.

Του έκανε μάγια μια φτωχή κοπέλα που έπρεπε να την παντρευτεί και δεν την παντρεύτηκε.» «Τι λες, καλέ Μαρία; Εάν του έχει κάνει μάγια, του τα έκανε για να την παντρευτεί….» «Μη με σπρώχνεις γι’ αυτό! Άντε πνίξου, Φραντσίσκα ΜπεΜε δόντια που άστραφταν στο όμορφο στόμα, γεμάτο με βρομόλογα, περνούσαν μπροστά από τον Έφις.

ΠΑΣΙΑΣ Βρε άντε να χαθής με την ξεδιαντροπιά σου. ΠΑΣΙΑΣ Αλλοί μου! με περιγελάς! ΣΤΡΕΨΙΑΔΗΣ Ησύχασε, και καθαρά θα σου το ειπώ σε λίγο. ΜΑΡΤΥΣ Μα καθώς κρίνω απ' όλα αυτά, θα σου τα δώση. ΣΤΡΕΨΙΑΔΗΣ Πούν' αυτός που μου γυρεύει τα λεφτά; — Τ' είν' τούτο; πες μου. ΠΑΣΙΑΣ Ποιο; αυτό; σκαφίδα. ΠΑΣΙΑΣ Λοιπόν δεν δίνεις;

Είσαι ένας ηλίθιος, ένας άχρηστος. Έρχεσαι μαζί μου για να διασκεδάσεις και να με τυραννάς. Άντε πνίξου, στο διάολο.» «Τα λες αυτά γιατί ξέρεις πως δεν θα σ’ εγκαταλείψω», είπε ο Έφις. «Παρόλο που είσαι τυφλός με γνωρίζεις, εγώ όμως δε σε γνωρίζω παρόλο που βλέπω. Εάν όμως πιστεύεις ότι μπορείς να βρεις έναν άλλο σύντροφο, να το πράξεις. Θα σε βοηθήσω

ΣΩΚΡΑΤΗΣ Ε, ας μείνη. Έλα συ, κ' έχε το νου σου γρήγορα. ΣΩΚΡΑΤΗΣ Τίποτε δεν λες σωστά. ΣΩΚΡΑΤΗΣ Αγροίκος είσαι κι' αμαθής άντε να χαθής! μολαταύτα θα μπορούσες για ρυθμούς να έχης γνώσι. ΣΤΡΕΨΙΑΔΗΣ Κι' ο ρυθμός, για το αλεύρι τι ωφέλεια θα μου δώση; ΣΤΡΕΨΙΑΔΗΣ Κατά δάχτυλο; τον ξέρω. /ΣΩΚΡΑΤΗΣ/ Ε, για λέγε. ΣΤΡΕΨΙΑΔΗΣ Όχι, κακομοιριασμένε, απ' αυτά που λες, κανένα να μη μάθης συ εμένα.

Ο άλλος προσπάθησε ν’ απαντήσει, αλλά από το στόμα του βγήκε μόνο ένα τρεμάμενο ούρλιασμα∙ έπειτα ξέσπασε σε λυγμούς. «Άντε, κουνήσου, πήγαινε να φωνάξεις τους βοσκούς που είναι εκεί πάνω, στο δάσος…» «Πού τον στέλνεις, αφού είναι τυφλόςείπε ο Έφις ενώ έσκυβε και έβαζε το ένα του χέρι επάνω στην καρδιά του γέρου.

Ο Έφις, ωστόσο, δεν έφυγε. «Δεν μπορώ να βγω έτσι και να παρουσιαστώ στις αναγελάστρες υπηρέτριες του ντον Πρέντου. Πρέπει να μου βρεις ρούχα. Άντε: τι σκέφτεσαι όταν δεν κοιμάσαι; Άντε, άντε: χριστιανή μου.» «Τι, δεν είμαι χριστιανή εγώ; Πιο χριστιανή από εσένα, ψυχή μου.