United States or Estonia ? Vote for the TOP Country of the Week !


Ο υπηρέτης κοιμήθηκε ντυμένος για να είναι έτοιμος την άλλη μέρα το πρωί, επειδή ο κύριός του τού είχε πη πως τα ταχυδρομικά άλογα θα είναι προς στο σπίτι πριν των έξ. Μετά τις ένδεκα. «Το παν είναι τόσο σιωπηλό γύρω μου, και η ψυχή μου τόσο ήσυχη! Σ' ευχαριστώ, Θεέ μου, που δίνεις σ' αυτές τις τελευταίες μου στιγμές τόση θερμότητα και δύναμη.

Όχι, είπε, κράτησε τα κι' αύριο μου τα δίνεις· να κάνουμε πρώτα το χαρτί. — Τι χαρτί; χαρτί είν' ο λόγοςτους καλούς ανθρώπους· δεν θέλω. — Α, όχι· εδώ έχομε ζωή και θάνατο· αύριο κάνουμε το χαρτί και μου δίνεις τα λεφτά. Αλλ' ο Δημήτρης επέμενε και ο βλαχοποιμήν τέλος κατεπείσθη να λάβη τα χρήματα και την Κυριακήν εστεφάνωσε την κόρην του.

Με αμάξι 'στους δρόμους γυρνά. έως κάτω κι' αυτόν προσκυνούν, με μεγάλους μεγάλος περνά και καυχάται πως έχει και νουν. Με μεσίτας γεμίζουν οι δρόμοι, ποία φύσις τριγύρω πεζή! Μα συ μόνο δεν νοιόθεις ακόμη, πως με στίχους ο κόσμος δεν ζη; Γιατί δίχως φροντίδα κοιμάσαι, και για κλέφτες πεντάρα δεν δίνεις; πιο καλά απ' αυτούς να φοβάσαι, παρά 'ξένοιαστη τόσο να μείνης.

Α! ήτο πολύ «κουλοπετσωμένος». Εν πρώτοις, όταν επρόκειτο να διορίση υπάλληλον, θα του έλεγε «μ' δίνεις τα μισάπριν αποφασίση να δώση μπιλλιέτο.

Θρησκεία! γλυκειά μάνα, Τι ώμορφη δίνεις εσύ λαλιά καιτην καμπάνα, Και πόσο εκείνη η λαλιά σαλεύει την καρδιά μας! Πόσαις εκείνος ο σταυρός απ' τα καμπαναριά μας, 'Σ την αντηλιάδα χύνοντας τόσαις χρυσαίς αχτίδες, Χύνει βαθηά μας, 'ς την ψυχή, γλυκαίς χρυσαίς ελπίδες!

Κ' ενώ εξ ενός απέστελλε τον μηχανικόν, ίνα χαράξη μαύρον σταυρόν επί του τοίχου του μεγάρου, εξ άλλου, κρυφά, εψιθύριζεν εις το ους της γραίας: — Το δίνεις τριάντα κατοστάρικα; — Πας 'στον παππού μ! Ηγρίευσεν η γραία. — Θα σου το πάρη το σχέδιο! Ηπείλησεν ο δήμαρχος. — Το κεφάλι σου να πάρη το σχέδιο! Το σπίτι είνε του παιδιού μου!

Παρακαλώ σε, Κύριε μου, και προσκυνώ σε, Θε μου, Του ξένου δος του ξενιτειά, κι αρρώστια μην του δίνεις, Τι η αρρώστια θέλει στρώματα, θέλει προσκεφαλάδια, Θέλει μαννούλα στο πλευρό, γυναίκα στο κεφάλι, Θέλει κι' αρσενικό παιδί κρύο νερό να φέρνη. 'Γώ το είδα με τα μάτια μου σ' έναν απεθαμένον· τον πήγαν και τον έθαψαν σαν το σκυλλί στο λάκκο, Δίχως θυμιάμα και κερί, δίχως παπά και ψάλτη

Μα παρακαλώ σε, στοχάσου, αν ημπορώ εγώ να προστάξω, ή να βιάσω την καρδίαν μου να κλίνη προς του λόγου σου διά να σε αγαπήση. Αχ ωραία Κατηγέ, την αντέκοψεν ο γέρων· είνε ετούτη όλη η χαρά που δίνεις; αυτή πληγώνει περισσότερον την δυστυχίαν μου, παρά να την ελαφρύνη.

Έπειτα ουδέποτε είχεν ακούσει να δανείζουν ημέρας οι μήνες· έπειτα, δεν είχε και πεποίθησιν αν ο Μάρτης ήτο άξιος εμπιστοσύνης. — Λοιπόν μου της δίνεις; είπεν ο Μάρτης, διακόπτων τας σκέψεις του· θα τον προσβάλουμε όσο δεν του πρέπει. Αυτό ήθελε και ο Φλεβάρης.

ΙΩΝ Ώ τύχη, που αδιάκοπα τη μοίρα μας αλλάζεις και μια μας δίνεις συφορά και μια την ευτυχία, σε ζυγαριά παράξενην έρριξες τη ζωή μου. — ή να χαθώ απ' τη μάννα μου ή να χαθή από μένα. Αχ! όπου ρίχνουνε το φως του ήλιου η αχτίνες τάχα μπορεί ο άνθρωπος τα ίδια κάθε μέρα να βλέπη; Ώ μητέρα μου, σε βρήκα, αγαπημένη, και η καταγωγή μου αυτή καμμιά ντροπή δεν φέρνει.