United States or Morocco ? Vote for the TOP Country of the Week !


Δεν ηξεύρω, . . αλλά κληρονομικότης, αίμα, ανατροφή, περιβάλλον, . . — όπως θέλεις ειπέ το, — είχε κάτι εντός του ο Αλέξανδρος, το οποίον τον έφερεν επί τέλους αναποφεύκτως εις την καταστροφήν. Ήτο προωρισμένος, — δεν αμφιβάλλω δι' αυτό, να γείνη ό,τι έγεινε, και να τελειώση όπως ετελείωσε. — Δεν εννοώ, . . υπέλαβον· αλλ' ο Δημήτριος, διακόπτων με αμέσως. — Άκουσε, είπε.

Έχει προ αυτού αριστερά μεν κυαθίσκον μαύρου καφέ, όπου βουτά μηχανικώς τεμάχιον άρτου, δεξιά δε φύλλον χαρτίου λευκού, εφ' ου, διακόπτων το λιτόν αυτού πρόγευμα, χαράσσει εκ διαλειμμάτων ολίγας λέξεις.

Ο έπαρχος ήρχισε να βαρύνεται, καθόσον μάλιστα ηναγκάζετο ν' ακούη μόνον, μόλις δυνάμενος πού και πού να είπη ένα λόγον και αυτός, διακόπτων την ευγλωττίαν της κυρά-Λοξής. Άλλως δε η προσοχή του ήτο εστραμμένη και εις την θύραν του ιατρού, η οποία επί τέλους ηνοίχθη, εξελθούσης της κομψής κυρίας με το κοράσιόν της.

Έπειτα ουδέποτε είχεν ακούσει να δανείζουν ημέρας οι μήνες· έπειτα, δεν είχε και πεποίθησιν αν ο Μάρτης ήτο άξιος εμπιστοσύνης. — Λοιπόν μου της δίνεις; είπεν ο Μάρτης, διακόπτων τας σκέψεις του· θα τον προσβάλουμε όσο δεν του πρέπει. Αυτό ήθελε και ο Φλεβάρης.

Η απάντησις τους εξέπληξε και τους συνέχεε. Με την άπειρον εκείνην ετοιμότητα του πνεύματος εις την οποίαν η ιστορία του κόσμου δεν παρέχει παράλληλον, ο Ιησούς τους είπεν ότι η απάντησις εις την ερώτησίν των εξηρτάτο από την απάντησιν την οποίαν θα έδιδον αυτοί εις μίαν ερώτησιν ιδικήν του· «το βάπτισμα του Ιωάννου εξ ουρανού ην ή εξ ανθρώπωναιφνιδία σιωπή επήλθε «απαντήσατέ Μοι» είπεν ο Ιησούς διακόπτων τους συγκεχυμένους ψιθυρισμούς των.

Και διακόπτων η Νεροφίδα την διήγησιν, μοι λέγει: — Το βλέπεις, μωρέ παιδί μου, το βλέπεις εκείνο το πανί μπροστάτην πλώρη, το μέσα φλώκο, πού είνε θηλυκωμένοτο πλωριό κατάρτι; Δεν μου λες, τανοίξαμε αυτό ψες; Αυτό, μωρέ παιδί μου, ανοίγει μονάχα, όταν όλα τα άλλα είνε καταιβασμένα. 'Σ τον μεγαλείτερο κίνδυνο, να πούμε. Τότε το καράβι μονάχα, με το πανί αυτό, παραδέρνει μισορρουφισμένο.

Και διακόπτων την διήγησίν του λέγει: — Αν είναι, θαρθή απόψε, παπά-Κονόμε. Ο ιερεύς ανετινάχθη επάνω. Ο βοσκός εξηκολούθησεν: — Δεν της έκαμες σήμερα τα σαράντα; Ε, αν είναι, απόψε θαρθή. Εφάνηκε τη βραδειά που απέθανε, στα τρίμερα και στα νηάμερα· καθώς σου είπα, θα φανή και στα σαράντα. Δεν είναι δυνατόν. Ο αγρότης περίεργος υπελόγιζε τας ημέρας και ανέμενε την νέαν οπτασίαν.

Καλά, γράφει στίχους, το εκατάλαβα αλλά τι έργον έχει; πώς ζη; Οι στίχοι του δεν πιστεύω να τον τρέφουν. — Πουλεί τα βιβλία του, όταν εύρη αγοραστάς, δανείζεται από κανένα, ο οποίος δεν του εδάνεισε άλλην φοράν, γράφει γράμματα συγκινητικά . . . — Τι να του ειπώ του παιδιού, αφέντη, που στέκει έξω; ερωτά δειλώς διακόπτων ο υπηρέτης. — Νά! απαντά ο Περδίκης μεγαλοπρεπώς.

Καϋμένε! αν είνε αλήθεια πως έχφλουριά και δεν τα μαρτυράς! — Έχω κλάρες! απαντά ο Μπάρμπα-Δήμαρχος και διακόπτων τας δύο λέξεις από εντροπήν τάχα. Το Χρυσώ, η ατυχής κόρη, ενδυθείσα πάλιν τα σκιερά του πένθους ενδύματά της, κατήλθεν εις το κατώγειον κάτω και πεσούσα εις το κλινίδιον του πατρός της εθρήνει και ωλόλυζεν απαρηγόρητος: — Τι θα γένω! Τι θα γένω!

Σας πιστεύω, αφού το λέγετε, και δεν θέλω να εξετάσω πώς συνέπεσε να μου ζητήση την κόρην μου, χωρίς να την γνωρίζη, ίσα ίσα σήμερον, ύστερον από την χθεσινήν σας εξομολόγησιν... Οπωσδήποτε, εξηκολούθησε διακόπτων τον Λιάκον, όστις ητοιμάζετο να είπη τι, όπως δήποτε, δεν δύναμαι να σας δώσω αμέσως απόκρισιν. Δώσατέ μου τον καιρόν να σκεφθώ. Και μη λάβετε τον κόπον να έλθετε, θα σας μηνύσω.