United States or Guernsey ? Vote for the TOP Country of the Week !


Δεύτερον, ο Κ. έπαρχος δεν προσεκλήθη υπό της Κυβερνήσεως, αλλ' απήλθε δυνάμει αδείας μετά κόπου και μόχθου αποκτηθείσης, λόγω δήθεν υγείας.

Πήγε να τα χάση ο Τύφος από τη χαρά του σα διορίστηκε πια κι αυτός Έπαρχος του Πραιτωρίου αντίς τον Αυρηλιανό, και τόσο φούσκωσαν τα πανιά του, που ζήτησε από το Γαϊνά το κεφάλι του αδερφού του. Φαίνεται όμως πως έκαμε τρόπο ο Χρυσόστομος και μποδίστηκε αυτό το κακούργημα.

Ο έπαρχος μετά πολλής προθυμίας επωφελήθη της παρουσιασθείσης ευκαιρίας προς συνδιάλεξιν. — Δεν κάθεσαι; εξηκολούθησε, δεικνύων δύο καθέκλας πλησίον του. Κάθισε και συ και του λόγου του, έως ότου να έλθη η σειρά σας. Θα περιμένετε αρκετήν ώραν. Η γραία έστρεψεν επιδεξίως τον τυφλόν με τα νώτα προς την καθέκλαν και τον έσπρωξε σιγά σιγά, μέχρις ου ησθάνθη, όπισθέν του το κάθισμα.

Η Κυρά Λοξή ένευσεν αρνητικώς την κεφαλήν και έφερε την χείρα πρώτον εις τους οφθαλμούς της. τους οποίους έκλεισεν, έπειτα δε επί της καρδίας. Ο έπαρχος ενόησεν ότι κατέχει τον γέροντα η λύπη, αφότου απώλεσε την όρασιν. Ο σιωπηλός ούτος διάλογος συνεφιλίωσεν εντελώς τον έπαρχον και την γραίαν χωρικήν.

Τρέχει τότες ο λαός στο παλάτι, τρέχουν οι δυο οι φατρίες, και γυρεύουνε συχώρεση για τους δυο αυτουνούς. Κ' επειδή ο Αυτοκράτορας δεν ήθελε να τους ακούση, προφταίνουνε δυο καλόγεροι και τους γλυτώνουν. Τους περάσανε με καΐκι στην εκκλησιά του Αγίου Λαυρεντίου, και τους έδωκαν εκεί άσυλο. Στέλνει τότες ο Έπαρχος στρατιώτες να τους φυλάξουν και τους δυο μέσα στην εκκλησιά.

ΑΓΙΟΣ ΔΗΜ. Όταν και σεις ντυθήτε τον θώρακα της Πίστεως γύρω απ' την καρδιά, θάν' το κορμί σας πειο γερό κι' απ' τη βελανιδιά. ΕΚΑΤΟΝΤ. Η Ευνίκη δεν μπορεί μαζύ μας να θυμώση. Ολόκληρη τη μέρα την ξοδέψαμε παγαίνοντας βήμα προς βήμα. . . ΕΠΑΡΧΟΣ. Να τον γλυτώση δεν κατώρθωσε. Και τώρα, αδελφοί μου, νουθεσίες, πριν πεθάνω, έχω να σας δώσω τελευταίες. Στον ουρανό επάνω να βρίσκεται η σκέψις σας.

Ο γέρος έπαρχος ήρθε βιαστικά έφιππος μόλις άκουσε την είδηση· εφίλησε τον ετοιμοθάνατο με τα πιο θερμά δάκρυα. Οι μεγαλύτεροί του γυοί ήρθαν αμέσως πεζή, εγονάτισαν μπρος στο κρεββάτι για να εκφράσουν τη μεγάλη λύπη τους, του εφίλησαν τα χέρια και το στόμα, και ο πιο μεγάλος, που πάντα περισσότερο τον αγαπούσε, εκόλλησε τα χείλια του έως ότου κείνος ξεψύχησε και τον έβγαλαν με τη βία.

Η Κυρά Λοξή δεν είπε τίποτε, αλλά διά νευρικής κινήσεως ανέσυρεν επί των ώμων το σάλι της. Ο έπαρχος ανύψωσεν επί της μύτης του τα ομματοϋάλια. — Άνδρας σου είναι; ηρώτησεν. — Όγεσκε, απεκρίθη η γραία ξηρά ξηρά. Δεν είναι άνδρας μου. — Περίεργον πράγμα, εξηκολούθησε λέγουσα.

Στο μεταξύ βλέποντας οι φατρίες αλύγιστο τον Αυτοκράτορα, πηγαίνουνε στον έπαρχο και του ζητούνε να λευτερώση τους δυο ενόχους. Ο έπαρχος όμως, άμα είδε τον όχλο, προστάζει τη φρουρά να πέση καταπάνω του και να τονέ σκορπίση.

Τούτο μαθών ο έπαρχος έδραμεν εις Αθήνας προς εύρεσιν άλλων στηριγμάτων, δυνάμει των σχέσεων της συζύγου του.