United States or Gambia ? Vote for the TOP Country of the Week !


Ο Κούτρης, αισθανθείς αυτόν ότι εισήρχετο, διιδών τον &διακαμόν& του εισερχόμενον εις τον ναΐσκον, με όλην του την απόφασιν ην είχε να μη στραφή να τον ίδη, έστρεψεν ακουσίως την κεφαλήν, και τα βλέμματά των συνηντήθησαν. Ο Γιώργης τ' Παναγιώτ', αφού ησπάσθη τας εικόνας, ήλθε κ' εστάθη όπισθεν του Κούτρη, όστις δεν ηδύνατο πλέον να προσποιηθή ότι δεν τον είδεν.

Όταν η σκαμπαβία, η τρέχουσα με δρόμον απόλυτης φορβάδος, επλησίαζεν εις το ακρωτήριον Τραχήλι, τότε μόνον οι επ' αυτής ναυτικοί παρετήρησαν την βαρκούλαν. — Τ' είν' εκεί; — Η βάρκα. Ο κυρ-Μοναχάκης έστρεψεν αριστερά την κεφαλήν. — Α! αυτή είνε!

Ήτο ρήτωρ ως λέγεται και αφήσας τα δικαστήρια και τας δικανικάς επιτυχίας έστρεψεν εναντίον ημών όλην την δύναμιν και την τέχνην την οποίαν απέκτησεν εις τους λόγους και δεν παύει να μας κακολογή και να μας αποκαλή αγύρτας και απατεώνας, παρασύρει δε τα πλήθη να μας καταγελούν και να μας περιφρονούν ως ουτιδανούς.

Ο Μουλάς έστρεψεν απ' εμού το πρόσωπον, και ενόησα ότι δεν θέλει να με δώση γνωριμίαν. Ηθέλησα ν' αλλάξω ομιλίαν, αλλά περιεπλέχθην, η δε σύγχυσίς μου επεσφράγισε την ιδέαν την οποίαν περί εμού συνέλαβε της νέας χωρικής ο προστάτης, αφ' ης στιγμής δεν εξετέλεσα ως έπρεπε το περί του άνθους πρόσταγμά του. ― Φίλοι μου, είπε Τουρκιστί προς τους συνδαιτυμόνας του.

Και έμεινεν επί τινας στιγμάς σιγών, ακίνητος, βλέπων προς τον υπό τους πόδας του καταφερόμενον καταρράκτην. Ο Βράγγης συνέχων την αναπνοήν του, ήκουεν, έβλεπεν, ηπόρει, εσίγα. Ο άγνωστος έστρεψεν αίφνης προς τα οπίσω την κεφαλήν. Είχεν ακούσει ελαφρόν τινα κρότον, ον απετέλεσαν βεβαίως τα φύλλα υπό του ανέμου σειόμενα. Ηκροάσθη επί πολύ. Είτα επανέλαβε τον μονόλογόν του.

Η Νίτωκρις λοιπόν προέβλεψε και τούτο, διότι, ενώ διά τα ύδατα του έλους ώρυττε δεξαμενήν, εσκέπτετο να ωφεληθή και εκ ταύτης της εργασίας διά να αφήση έτερον μνημείον. Όθεν διέταξε και έκοψαν μεγάλας πέτρας· άμα αι πέτραι ητοιμάσθησαν και η δεξαμενή εσκάφθη, έστρεψεν εις την δεξαμενήν ταύτην τα ύδατα του ποταμού, και τοιουτοτρόπως αυτή μεν εγέμισε το δε αρχαίον ρεύμα εξηράνθη.

Είτε διότι η ακτίς του οφθαλμού της δεν διηυθύνθη προσφυώς, είτε διότι η ακοή δεν ωδήγησεν αρκούντως την όρασιν, είτε διότι δεν έστρεψεν επαρκώς το δέλετρόν της, είτε τέλος διότι δεν αντελήφθη καλώς τον τριγμόν ον ήκουσεν ουδ' έδωκε πολλήν σημασίαν εις την αντίληψιν ταύτην, το βλέμμα της μόλις εστράφη και απεστράφη πάλιν, και εξηκολούθησε να βαδίζη διά του διαδρόμου.

Ο Τρανταχτής δεν ωμίλησεν· έμεινε με το στόμα κεχηνός, βλέπων προς την θύραν του παραπήγματος, ο δε Κατούνας, όστις είχεν ανοίξει την στιγμήν εκείνην τον κρουνόν του βαρελίου, έχυσεν αρκετόν ρεύμα οίνου εκτός της φιάλης, κάτω εις το έδαφος, διότι έστρεψεν ακουσίως το πρόσωπον προς τον θόρυβον.

Τι τ' αφήνει εδώ, 'κείνος ο πατέρας τους, μικρά κορίτσια, είπε πάλιν η Φραγκογιανού. Τάχα δεν μπορούν να πέσουν και μοναχά τους μέσα; . . . Έστρεψεν ανήσυχον βλέμμα προς την καλύβην. Αλλ' αυτή είχε την όψιν ότι δεν υπήρχεν άνθρωπος μέσα. Εκύτταξε μετά περιεργείας τα δύο κοράσια. Το μεγαλείτερον τούτων ωραίον, ξανθόν, αν και σχεδόν άνιπτον, έκαμνεν ωραίαν εντύπωσιν.

Αυτά 'πε, κ' έστρεψεν ευθύςτην κατοικιά του Άδη• εγώτον τόπον έμενα, μην κάποιος έλθη ακόμη, εκείνων, οπού απέθαναν το πάλαι, ανδρών ηρώων. και τους αρχαίους θα 'βλεπα τους άνδραις, 'που εποθούσα, 630 τέκνα τρισένδοξα θεών, Πειρίθοον και Θησέα. αλλ' άπειρα εσυνάζονταν των πεθαμένων πλήθη, με αλαλαγμόν αμίλητον αχνός μ' επήρε φόβος, μην της Γοργώς την κεφαλή, τέρας φρικτό, μου στείλη του Άδη από την κατοικιάν η θεία Περσεφόνη. 635το πλοίο τότ' εκίνησα και των συντρόφων είπα, να 'μπουν και τα πρυμόσχοινα να λύσουν• ανεβήκαν αυτοί κ' ευθύς εκάθισαν και το καράβι εκύλατον ποταμόν Ωκεανόν, ως το 'φερνε το ρεύμα, με τα κουπιά, και το 'σπρωξε πρύμος κατόπι ωραίος. 640